ἀθιγής
English (LSJ)
ές, (θιγεῖν)
A untouched, Theopomp.Hist.76; of a virgin, Epigr.Gr.521 (Thessalonica). 2 intangible, S.E.M.9.281. II Act., not having touched, νεκροῦ Porph. ap. Eus.PE5.10.
Greek (Liddell-Scott)
ἀθῐγής: -ές, (θιγεῖν), ἄθικτος, ἄψαυστος, Θεόπομπ. Ἱστορικὸς 79· ἐπὶ παρθένου, Ἀνθ. Π. παραρτ. 248. 2) ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ψαύσῃ ἢ ἐγγίςῃ, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 9. 281.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 non touché, vierge;
2 que l’on ne peut toucher.
Étymologie: ἀ, θιγεῖν.
Spanish (DGE)
-ές
I 1intacto κρέα Theopomp.Hist.76, cf. Sch.Theoc.1.60
•de un varón SEG 39.583 (Macedonia, imper.), de la Virgen, Ath.Al.M.26.1097C.
2 intangible τὸ ἀσώματον S.E.M.9.281.
3 que no ha tocado c. gen. νεκροῦ Porph.Ep.Aneb.2.8.
II adv. -ῶς sin contacto, sin ser afectado por contacto Ath.Al.M.26.1128A, 1136C.
Greek Monotonic
ἀθῐγής: -ές (θιγγάνω), άθικτος, ανέπαφος, λέγεται για παρθένο κόρη, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἀθῐγής: 1) неосязаемый (τὸ ἀσώματον Sext.);
2) нетронутый, непорочный (sc. παρθένος Anth.).