ἐλασίβροντος

From LSJ
Revision as of 22:10, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐλᾰσίβροντος Medium diacritics: ἐλασίβροντος Low diacritics: ελασίβροντος Capitals: ΕΛΑΣΙΒΡΟΝΤΟΣ
Transliteration A: elasíbrontos Transliteration B: elasibrontos Transliteration C: elasivrontos Beta Code: e)lasi/brontos

English (LSJ)

ον,

   A thunder-hurling, Pi.Fr.144(dub., prob. -βροντᾰ, voc. of -βρόντᾱς).    II hurled like thunder, ἔπη ἐ. Ar.Eq.626.

German (Pape)

[Seite 789] Donner schleudernd; ἔπη Ar. Equ. 625, nach den Schol. aus Pind., dem Böckh frg. 108 den voc. ἐλασίβροντα zuschreibt.

Greek (Liddell-Scott)

ἐλᾰσίβροντος: -ον, ὁ ἐξακοντίζων βροντάς, ἐλασίβροντε παῖ Ρέας Πινδ. Ἀποσπ. 108. ΙΙ. ὁ ὥσπερ ὑπὸ βροντῆς ἐλαυνόμενος, ἐλασίβροντ’ ἀναρρηγνὺς Ἀριστοφ. Ἱππ. 626.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui lance le tonnerre;
2 lancé comme le tonnerre.
Étymologie: ἐλάω, βροντή.

Spanish (DGE)

(ἐλᾰσίβροντος) -ον

• Prosodia: [-ῐ-]
que avanza o estalla como un trueno fig. cóm. ἐλασίβροντ' ἀναρρηγνὺς ἔπη rompiendo en palabras atronadoras Ar.Eq.626, cf. Hsch.

Greek Monolingual

ἐλασίβροντος, -ον (Α)
1. αυτός που εξακοντίζει βροντές
2. αυτός που εκσφενδονίζεται σαν βροντή, μπουμπουνιστός, βροντερός.

Greek Monotonic

ἐλᾰσίβροντος: -ον, (ἐλαύνω, βροντή), αυτός που έχει εκσφενδονιστεί, εξακοντιστεί, εκτοξευτεί, εξαπολυθεί σαν βροντή, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἐλᾰσίβροντος: 1) мечущий громы (παῖς Ῥέας Pind.);
2) подобный грому, громовой (ἔπη Arph.).

Middle Liddell

ἐλᾰσί-βροντος, ον ἐλαύνω, βροντή
hurled like thunder, Ar.