ἐνδέμω

From LSJ
Revision as of 21:55, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

ἡμέραν δ' ἐξ ἡμέρας ῥίπτεις κυβεύων τὸν πρὸς Ἀργείους Ἀρη → day after day you cast your dice in war against the Argives, day by day you make your throw adventuring war against the Argives

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνδέμω Medium diacritics: ἐνδέμω Low diacritics: ενδέμω Capitals: ΕΝΔΕΜΩ
Transliteration A: endémō Transliteration B: endemō Transliteration C: endemo Beta Code: e)nde/mw

English (LSJ)

   A wall up, τὰς διασφάγας Hdt.3.117.    II build in a place, τρεῖς μέν οἱ πολίων ἑκατοντάδες ἐνδέδμηνται Theoc.17.82:—Med., build or make for oneself in, κοῖτον θάμνῳ Nic.Th.419.

German (Pape)

[Seite 832] (s. δέμω), darin bauen, ἐνδέδμηνται Theocr. 17, 82; verbauen, τὰς διασφαγὰς ἐνδείμας Her. 3, 117. – Med., Nic. Th. 419.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνδέμω: ἐμφράττω διὰ τοίχου ἢ ἄλλως, τὰς διασφάγας τῶν οὐρέων ἐνδείμας ὁ βασιλεὺς Ἡρόδ. 3. 117. ΙΙ. κτίζω ἐντός τινος τόπου, τρεῖς οἱ πολίων ἑκατοντάδες ἐνδέδμηνται Θεόκρ. 17. 82: - Μέσ., κτίζω, κατασκευάζω, δι’ ἐμαυτόν τι ἔν τινι τόπῳ, κοῖτον βαθεῖ ἐνεδείματο θάμνῳ Νίκανδρ. Θηρ. 419.

French (Bailly abrégé)

fortifier, munir de constructions, acc..
Étymologie: ἐν, δέμω.

Spanish (DGE)

1 tapiar τὰς διασφάγας τῶν ὀρέων ἐνδείμας habiendo tapiado los desfiladeros de las montañas Hdt.3.117.
2 construir en, edificar en en v. pas., c. dat. τρεῖς μέν οἱ (Αἰγύπτῳ) πολίων ἑκατοντάδες ἐνδέδμηνται Theoc.17.82.
3 en v. med. construirse en c. ac. y dat. κοῖτον δὲ βαθεῖ ἐνεδείματο θάμνῳ Nic.Th.419.

Greek Monolingual

ἐνδέμω (Α)
1. φράζω με κτίσμα
2. οικοδομώ, χτίζω σ' έναν τόπο.

Greek Monotonic

ἐνδέμω: μέλ. -δεμῶ,
I. εντοιχίζω, χτίζω, σφραγίζω με χτίσιμο, σε Ηρόδ.
II. χτίζω, ανεγείρω, οικοδομώ μέσα σε κάποιον τόπο, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

ἐνδέμω: 1) (где-л.) строить, воздвигать (τρεῖς πολίων ἑκατοντάδες ἐνδέδμηνται Theocr.);
2) закрывать строениями, застраивать (τὰς διασφάγας τῶν οὐρέων Her.).

Middle Liddell

fut. δεμῶ
I. to wall up, Hdt.
II. to build in a place, Theocr.