ὀλίσθημα

From LSJ
Revision as of 01:20, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

Ἄξιόν ἐστι τὸ ἀρνίον τὸ ἐσφαγμένον λαβεῖν τὴν δύναμιν καὶ τὸν πλοῦτον καὶ σοφίαν καὶ ἰσχὺν καὶ τιμὴν καὶ δόξαν καὶ εὐλογίαν → Worthy is the Lamb that was slain to receive power, and riches, and wisdom, and strength, and honour, and glory, and blessing

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀλίσθημα Medium diacritics: ὀλίσθημα Low diacritics: ολίσθημα Capitals: ΟΛΙΣΘΗΜΑ
Transliteration A: olísthēma Transliteration B: olisthēma Transliteration C: olisthima Beta Code: o)li/sqhma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A slip, fall, ὑγρὰ -ήματα ὑδάτων Pl.Ti.43c ; ὀ. γῆς place where a landslip has occurred, J.AJ15.10.3 ; so . without γῆς, Inscr.Prien.42.10,42 (ii B. C.) ; in moral sense, cause of slipping, Plu.2.49c.    2 luxation, Hp.Fract.14, Heliod. ap. Orib.49.9.16, Gal.19.460, etc.

German (Pape)

[Seite 323] τό, der Fehltritt, Fall; ὑδάτων, Plat. Tim. 43 c; Sp., wie Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ὀλίσθημα: τό, «γλίστρημα», πτῶσις, Πλάτ. Τίμ. 43C· ἐπὶ ἠθικῆς ἐννοίας, Πλούτ. 2. 49C. 2) ἐξάρθρωσις, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 827 κτλ.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
glissement, chute.
Étymologie: ὀλισθάνω.

Greek Monolingual

το (Α ὀλίσθημα) ολισθάνω
1. γλίστρημα και πτώσηὀλίσθημα ἐντέρου εἰς τὸ ὄσχεον», Πολυδ.)
2. σφάλμα ή παράπτωμα («η αποστασία του ήταν φοβερό ολίσθημα»)
αρχ.
εξάρθρωση.

Russian (Dvoretsky)

ὀλίσθημα: ατος τό1) скользкое место, круча (κρημνῶν ὀλισθήματα Plut.): ὀλισθήματα ὑδάτων Plat. водная гладь;
2) перен. преткновение, источник гибели (πραγμάτων μεγάλων ὀ. καὶ νόσημα Plut.): τὰ καθ᾽ ἕκαστον ὀλισθήματα καὶ πάθη Plut. прегрешения и проступки отдельных лиц.