διάτονος

From LSJ
Revision as of 07:04, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)

Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei

Menander, Monostichoi, 277
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διάτονος Medium diacritics: διάτονος Low diacritics: διάτονος Capitals: ΔΙΑΤΟΝΟΣ
Transliteration A: diátonos Transliteration B: diatonos Transliteration C: diatonos Beta Code: dia/tonos

English (LSJ)

ον, (διατείνω)

   A on the stretch, vehement, αὖραι Thphr.CP 2.3.1.    2 extending from front to back, of bonding courses in a wall, Vitr.2.8.7.    II in Music, διάτονον (sc. γένος), τό, the diatonic scale, opp. χρωματικόν, ἐναρμόνιον, Aristox.Harm.p.19M., etc.; δ. μέλος Alciphr.1.18; δ. μελῳδία D.H.Comp.19.

Greek (Liddell-Scott)

διάτονος: -ον, (διατείνω) ἐντεταμένος, σφοδρός, ὁρμητικός, αὖραι Θεόφρ. Αἰτ. Φ. 2. 3, 1. 2) ἐκτεινόμενος ἀπὸ τοῦ προσθίου μέρους μέχρι τοῦ ὀπισθίου, ἐπὶ συνεχῶν λίθων ἐν τοίχῳ, Βιτρούβ. 2. 8· πρβλ. ὑπέρτονος ΙΙ. ΙΙ. ἐν τῇ μουσικῇ, διάτονον (ἐνν. γένος), τό, ἡ διατονικὴ κλίμαξ τῶν παλαιῶν ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ χρωματικὸν καὶ τὸ ἐναρμόνιον· ἦσαν δὲ τὰ διαστήματα αὐτῆς ἁπλούστερα καὶ ἄνευ φθορῶν (διέσεων καὶ ὑφέσεων), Ἀριστόξεν. σ. 44 κἑξ., κτλ.· ὡσαύτως, δ. μέλος Ἀλκίφρων 1. 18· δ. μελῳδία Διον. Ἁλ. π. Συνθέσ. 19· ― ὡσαύτως, γένος διατονικὸν Ἀριστείδ. Κόϊντ. σ. 111, κτλ.· ἴδε Λεξικὸν τῶν Ἀρχαιοτήτων σ. 774, Chappell’s Hist. of M. I. σ. XVI.

Spanish (DGE)

-ον
I 1intenso αὖραι Thphr.CP 2.3.1.
2 mús. diatónico op. χρωματικὸν ἐναρμόνιον μέλος Alciphr.1.21.2, μελῳδίαι D.H.Comp.19.4, 8, μελοποιία Aristid.Quint.30.10, (φθόγγος) ὑπάτων δ. Aristid.Quint.7.20
subst. τὸ δ. la escala diatónica Aristox.Harm.85.4, Plu.2.1142d, tb. ἡ δ. Anon.Bellerm.14.
II subst., arq.
1 ὁ δ. sillar tendido a tizón, perpiaño Vitr.2.8.7.
2 τὸ δ. viga, vigueta prob. de madera ID 290.216 (III a.C.), CIL 8.1273, 14879 (ambas África Proconsular), cf. διατονικός, διατόνιον.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM διάτονος, -ον) διατείνω
1. αυτός που εκτείνεται από τη μία πλευρά ώς την άλλη, ειδικότερα για πέτρινους τοίχους, αυτός που εκτείνεται από την μπροστινή πέτρα ώς την τελευταία
2. το αρσ. ως ουσ. ο διάτονος
το δοκάρι που εκτείνεται από τη μία πλευρά ώς την άλλη, διατόνι
αρχ.
1. έντονος, σφοδρός, ορμητικός
2. (για φωνή) διαπεραστικός
3. μουσ. αυτός που ακολουθεί τη διατονική κλίμακα.