υδρόφιλος

From LSJ
Revision as of 12:52, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (42)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor

Source

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
1. αυτός που αγαπά το νερό, υδροχαρής
2. βοτ. (για φυτά) αυτός του οποίου η επικονίαση γίνεται με τη βοήθεια του νερού
3. χημ. (για χημ. είδος) αυτός που παρουσιάζει μεγάλη τάση συγκράτησης ή προσρόφησης μορίων νερού
4. το αρσ. ως ουσ. ο υδρόφιλος
άτομο που διακατέχεται από την επιθυμία να πίνει διαρκώς νερό
5. φρ. «υδρόφιλο βαμβάκι»
(φαρμ.) ειδικό βαμβάκι που, ύστερα από κατεργασία, παρουσιάζει μεγάλη απορροφητικότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hydrophilous (< υδρο- + φίλος)].