κατακόρυφος
Τὸ μανθάνειν δ' ἥδιστον εὖ λέγοντος, εἰ κέρδος λέγοι → It is the sweetest thing to learn from one speaking well, if they speak profitably
Greek Monolingual
-η, -ο, θηλ. και -ος
1. αυτός που έχει διεύθυνση προς το κέντρο της γής, αυτός που έχει τη διεύθυνση του νήματος της στάθμης
2. το θηλ. ως ουσ. η κατακόρυφος
νοητή γραμμή που τέμνει την ουράνια σφαίρα κατά τα δύο εκ διαμέτρου αντίθετα σημεία της ζενίθ και ναδίρ
3. το ουδ. ως ουσ. το κατακόρυφο
α) το ύψιστο σημείο της ουράνιας σφαίρας πάνω από τον ορίζοντα κατά το οποίο αυτή τέμνεται από την κατακόρυφο ενός τόπου
β) το ύψιστο σημείο, το αποκορύφωμα («έφτασε στο κατακόρυφο της δόξας του»)
4. φρ. «κατακόρυφοι κύκλοι» — οι κύκλοι κατά τους οποίους τέμνεται η ουράνια σφαίρα από επίπεδα που διέρχονται από την κατακόρυφο κάθε τόπου.
επίρρ...
κατακορύφως και κατακόρυφα
με κατακόρυφη διεύθυνση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -κόρυφος (< κορυφή), πρβλ. μελαγ-κόρυφος, συγ-κόρυφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1843 στον Γ. Κ. Βούρη].