μύδος
ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς → ye shall know them by their fruits, by their fruits ye shall know them, by their fruits you shall know them, you will know them by their fruit
English (LSJ)
(B), ον, (μύω)
A = μυνδός, Hsch.
μύδος [ῠ] (A), ὁ,
A damp: clamminess, decay, Nic.Al.248. (Cf. Lett. mudēt 'become mouldy', Engl. smut.)
German (Pape)
[Seite 213] ον, stumm, sprachlos, Hesych., vgl. μυνδός, μυττός, mutus. ὁ, Nässe, Feuchtigkeit, und daraus entstehende Fäulniß, Moder, σηπόμενον δὲ μύδῳ ἐκρήγνυται ἔρφος, Nic. Al. 248.
Greek (Liddell-Scott)
μύδος: [ῠ], ὁ, ὑγρασία καὶ ἡ ἐξ αὐτῆς προερχομένη σῆψις, Νικ. Ἀλεξιφ. 248. (Ἐντεῦθεν: μυδάω, μυδών, μυδαίνω, μυδαλέος· πρβλ. Σανσκρ. mid, mêd-yâmi (viscidus fio), mêd-as (adeps)· Γοτθ. bi-smeit-an (ἐπιχρίειν)· Ἀρχ. Γερμανικ. smîz-an (illinere), Γερμ. schmütz-en· ὥστε ἡ λέξις ἀπέβαλε τὸ ἀρκτικὸν σ).
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
moisissure.
Étymologie: DELG irl. muad « brouillard », néerl. mot « pluie fine ».
Greek Monolingual
(I)
μύδος, -ον (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ἄφωνος».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με το ρ. μύω «κλείνω» (πρβλ. και λ. μυκός, μυνδός)].
(II)
μύδος, ὁ (Α)
η υγρασία και η σήψη που οφείλεται σε αυτήν.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. από το ρ. μυδῶ «είμαι μούσκεμα»].
Greek Monotonic
μύδος: [ῠ], ὁ, υγρασία, γλίτσα, σήψη.
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: ἄφωνος H. (Lattes comment is not clear to me.)
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Cf. μυκός. I see no connection between the two. The first connection seems with μυνδός, which points to a Pre-Greek word (with prenasalisation). Connection with Arm. mownǰ dumb seems obvious, but the conclusion is not clear (Clackson, Relationship 45: *mundi̯o- somewhat dubious; it could well be a substratum word). Pok. 751 does not help.