χιάζω

From LSJ
Revision as of 12:20, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "———————— " to "<br />")

ἧς ἂν ἐπ' ἐλάχιστον ἀρετῆς πέρι ἢ ψόγου ἐν τοῖς ἄρσεσι κλέος ᾖ → of whom there is least talk either for praise or blame, of whom there is least notoriety among the men either for praise or blame

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χῑάζω Medium diacritics: χιάζω Low diacritics: χιάζω Capitals: ΧΙΑΖΩ
Transliteration A: chiázō Transliteration B: chiazō Transliteration C: chiazo Beta Code: xia/zw

English (LSJ)

   A play the Chian: esp. imitate the Chian musician Democritus, Ar.Fr.912 (anap.), Poll.4.65.    II χῑάζω, mark with two lines crossing like a X:—Pass., ζῷα δυσὶ γραμμαῖς κεχιασμένα D.S.2.58: esp. of words or lines in which the critic wishes to point out something remarkable, τὸ δὲ τοιοῦτον κεχίασται Sch.S.Ph.201; χιάζεται ὁ στίχος (in allusion to the word Ἑλένη) Sch.E.Or.81, etc.; absurdly expld. by Eust.1462.41.    2 Rhet., arrange four clauses crosswise, Hermog.Inv.4.3, Porph. in Cat.79.6.    3 make a cruciform incision, Antyll. ap. Orib.44.20.31 (χιεζοῦμεν codd.).    4 cross out, cancel a document, PFlor.61.65 (i A. D.), POxy.1282.34 (i A. D.), etc.

German (Pape)

[Seite 1355] 1) mit einem χ bezeichnen, ein χ als Zeichen des Ungewöhnlichen od. des Verdächtigen, der Unechtheit neben ein Wort, einen Vers setzen, vgl. χ; – Etwas wie ein χ bilden, es kreuzweise setzen, stellen, decussare; dah. vom Wundarzt = einen Kreuzschnitt machen; – durchkreuzen; Sp. – 2) von Χῖος, wie ein Chier handeln, Ar. bei Suid.; bes. die künstliche Manier des Demokrit von Chios in der Tonkunst nachahmen.

French (Bailly abrégé)

1chanter à la mode de Chios, càd exécuter des modulations trop savantes à la façon de Démocritos de Chios.
Étymologie: Χίος.
2I. marquer d’un χ;
II. disposer en forme de χ, càd en croix, particul.
1 t. de rhét. χιαζομένη περίοδος période avec chiasme;
2 t. de méd. faire une incision en croix.
Étymologie: χῖ.

Greek Monolingual

(I)
ΝΜΑ, και ιων. τ. χιέζω Α [[χεῑ/χῑ]]
1. χαράζω γραμμές που διασταυρώνονται σε σχήμα Χ
2. τέμνω σε σχήμα Χ
νεοελλ.
1. τοποθετώ σταυροειδώς, διασταυρώνω
2. θέτω το σημείο Χ για την επισήμανση νόθου ή αμφίβολου χωρίου σε έγγραφο
αρχ.
1. (ρητ.) διατάσσω τέσσερεις προτάσεις μιας περιόδου σταυροειδώς, χρησιμοποιώ το χιαστό σχήμα
2. διαγράφω, ακυρώνω έγγραφο με χιαστί γραμμές.
(II)
Α Χῑος
1. μιμούμαι τους Χίους
2. (ειδικά) μιμούμαι τον Χίο μουσικό Δημόκριτο.

Russian (Dvoretsky)

χῑάζω: I Χῖος петь на хиосский лад Arph.
II [χῖ]
1) помечать крестом: δυσὶ γραμμαῖς κεχιασμένος Diod. отмеченный двумя крестообразно расположенными линиями;
2) рит. (см. χιασμός) располагать хиастически (χιαζομένη περίοδος).