απιστία

From LSJ
Revision as of 06:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Φιλόπονος ἴσθι καὶ βίον κτήσῃ καλόν → Si non laboris te piget, vives bene → Sei arbeitsam, dann hast du reichlich Lebensgut

Menander, Monostichoi, 527

Greek Monolingual

η (AM ἀπιστία) άπιστος
1. έλλειψη χριστιανικής πίστης, το να μην πιστεύει κάποιος στον αληθινό θεό
2. έλλειψη εμπιστοσύνης, δυσπιστία
3. ανειλικρίνεια, δολιότητα
4. αναξιοπιστία
νεοελλ.
1. έλλειψη συζυγικής ή ερωτικής πίστης
2. αδίκημα κατά το οποίο ζημιώνει κάποιος από πρόθεση την περιουσία άλλου, της οποίας έχει την επιμέλεια ή διαχείριση εν όλω, εν μέρει ή για ορισμένη μόνο πράξη
μσν.
1. κατηγορία
2. ανυπακοή στους νόμους
3. παρασπονδία
αρχ.-μσν.
προδοσία
αρχ.
1. κάτι απίθανο, παράδοξο
2. φρ. α) «ἀπιστία πρὸς ἑαυτόν» — έλλειψη αυτοπεποίθησης
6) «ἀπιστία τοῡ κατηγόρου» — ανυποληψία.