απαλλάσσω

From LSJ
Revision as of 06:56, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant

Source

Greek Monolingual

(AM ἀπαλλάσσω κ. -ττω) αλλάσσω
Ι. ενεργ.
1. αφαιρώ, απομακρύνω κάτι κακό από κάποιον, ελευθερώνω, ανακουφίζω
2. αποσύρω κατηγορία, αθωώνω
II. (μέσ. κ. παθ.) απελευθερώνομαι, γλυτώνω
αρχ.
ενεργ. (μτβ. κ. αμτβ.)
1. ξεφορτώνομαι, ξεμπλέκω, απελευθερώνομαι, γλυτώνω
2. φέρνω σε πέρας, τελειώνω
(μτβ.)
3. διώχνω, απολύω
4. καταστρέφω, εξαφανίζω
5. (Δικαν.) απαλλάσσω, ανακουφίζω κάποιον από τα χρέη του
6. (ενεργ. κ. μέσ.) αναχωρώ, φεύγω
7. (μέσ. κ. παθ.) πεθαίνω
8. αφήνω, εγκαταλείπω
9. είμαι μακριά ή κατώτερος από κάποιον
10. απόλ. παύω, σταματώ
11. αποσύρω ποινική δίωξη
12. συμφιλιώνομαι
13. φρ. α) «ἀπαλλάσσομαι ἐκ παίδων» — ενηλικιώνομαι
β) «ἀπαλλάσσομαι τοῡ βίου» — πεθαίνω
«ἀπαλλάσσομαι τοῡ λέχους» — διαλύω τον γάμο μου, χωρίζω.