εὐφρόνη
ἐν ἐμοὶ αὐτῇ στήθεσι πάλλεται ἦτορ ἀνὰ στόμα → my heart beats up to my throat
English (LSJ)
ἡ, (εὔφρων)
A the kindly time, euphem. for νύξ, night, chiefly poet., Hes.Op.560, Pi.N.7.3, etc.: also in Ion. and late Prose, Heraclit. 26, 57, Hdt.7.12, 56, al., Hp.Mul.1.1, Jul.Or.2.85b; ἄστρων εὐ., = ἀστερόεσσα εὐ., S.El.19; εὐφρόνης, = νυκτός, by night, Epist.Anaximen. ap.D.L.2.4; κατ' εὐφρόνην A.Pers.221 (troch.), S.El.259. II = εὐφροσύνη, Hsch., cf. E.Hel.1470 codd. (lyr., sed leg. εὐφροσύναν).
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
la bienveillante, la bienfaisante, càd la nuit : ἄστρων εὐφρόνη SOPH la nuit étoilée ; κατ’ εὐφρόνην ESCHL pendant la nuit.
Étymologie: εὔφρων.
Greek Monolingual
εὐφρόνη, ἡ (Α)
1. η καλή ώρα (κατ' ευφ. αντί η νύκτα) («μακραὶ γὰρ καὶ ἐπίρροθοι εὐφρόναι εἰσί», Ησίοδ.)
2. φρ. «ἄστρων εὐφρόνη» — νύχτα γεμάτη αστέρια
3. (στη γεν. εν. ως επίρρ.) εὐφρόνης
κατά τη διάρκεια της νύκτας
4. (κατά τον Ησύχ.) ευφροσύνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + φρον- (ετεροιωμένη βαθμίδα της ρίζας φρεν-
πρβλ. φρέν-ες, φρην). Έχει διατυπωθεί και η υπόθεση ότι η λ. δεν είναι παρά συντετμημένος τύπος της λ. ευφροσύνη. Η λ. χρησιμοποιείται ευφημιστικώς].
Greek Monotonic
εὐφρόνη: ἡ (εὔφρων), η καλή ώρα, ευφημ. αντί νύξ, νύχτα, σε Ησίοδ., Ηρόδ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
εὐφρόνη: ἡ euphem. ночь (досл. благосклонная) (ἐπίρροθος Hes.; μέλαινα Pind.; ἐν ἑπτὰ ἡμέρῃσι καὶ ἐν ἑπτὰ εὐφρόνῃσι Her.): μέλαινα ἄστρων εὐ. Soph. темная и звездная ночь; εὐφρόνης Diog. L. и κατ᾽ εὐφρόνην Aesch., Soph. ночью.
Middle Liddell
εὐφρόνη, ἡ, εὔφρων
the kindly time, euphem. for νύξ, night, Hes., Hdt., etc.