τενθρηδών

From LSJ
Revision as of 04:36, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

τὸ μὲν εὖ πράσσειν ἀκόρεστον ἔφυ πᾶσι βροτοῖσιν → all mortals have by nature an insatiable appetite for success, our mortal state with bliss is never satiate, success is something for which humanity is insatiatable

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τενθρηδών Medium diacritics: τενθρηδών Low diacritics: τενθρηδών Capitals: ΤΕΝΘΡΗΔΩΝ
Transliteration A: tenthrēdṓn Transliteration B: tenthrēdōn Transliteration C: tenthridon Beta Code: tenqrhdw/n

English (LSJ)

όνος, ἡ, a kind of

   A wasp that makes its nest in the earth, Arist.HA629a31, Dsc.5.109; cf. sq.

German (Pape)

[Seite 1091] όνος, ἡ, eine Bienen- od. Wespenart; Arist. H. A. 9, 43; Nic. Al. 199. Vgl. ἀνθρηδών u. πεμφρηδών.

French (Bailly abrégé)

όνος (ὁ) :
sorte d’abeille ou de guêpe, litt. « l’insecte suceur ».
Étymologie: τένθης -- DELG pas d’étym. claire.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ
ζωολ. γένος υμενόπτερων εντόμων, σύμφωνα με τη σύγχρονη ταξινόμηση, τυπικό της οικογένειας τενθρηδονίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. τενθρηδών σχηματισμένη πιθ. με αναδιπλασιασμό (< τερ-θρη-δών, με ανομοίωση του πρώτου -ρ- σε -ν-) και επίθημα -ηδών (πρβλ. πεμφρηδών) συνδέεται πιθ. με τη λ. θρήνος και τον τ. που παραδίδει ο Ησύχιος θρώναξ
κηφήν και επίσης με τα αρχ. ιδν. dhranati «αντηχώ» και γερμ. Drohne «κηφήνας», drohnen «αντιλαλώ». Παράλληλα με τον τ. τενθρηδών μαρτυρείται και ο τ. τενθρήνη (πρβλ. ἀνθρήνη). Απίθανες, τέλος, φαίνονται οι συνδέσεις της λ. τόσο με τον τ. τένθης «λαίμαργος», όσο και με τον τ. τέρθρον «τέλος, τέρμα»].

Russian (Dvoretsky)

τενθρηδών: όνος ὁ земляная оса Arst.