ὠφέλιμος

From LSJ
Revision as of 13:55, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

οὐ γὰρ πράξιν ἀγαθὴν, ἀλλὰ καὶ εὖ ποεῖν αὐτὴν → it does not suffice to do good–one must do it well

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὠφέλῐμος Medium diacritics: ὠφέλιμος Low diacritics: ωφέλιμος Capitals: ΩΦΕΛΙΜΟΣ
Transliteration A: ōphélimos Transliteration B: ōphelimos Transliteration C: ofelimos Beta Code: w)fe/limos

English (LSJ)

ον, rarely η, ον, Pl.Chrm.174d (dub. l.), R.607d:—

   A helping, aiding, useful, serviceable, beneficial, sts. of persons, as Id.Men.98c, R.461b (Comp.), X.Mem.2.7.9: but more freq. of things, Th.2.46, etc.; τινι to one, E.Ion138 (lyr.), Th.4.44, 7.64, etc.; ἔς τι for a purpose, Id.3.68; πρὸς τὰς πολιτείας Pl.R.607d; ὑπέρ τινος X. Cyr.6.2.34; κρίνειν τι ὠ. Th.1.22; τὸ ὠ. as Subst., Pl.R.457d; τὸ ὑμῖν ὠ. Th.1.76, cf. E. l. c.: Comp. and Sup., -ώτερος, -ώτατος, Th.1.93, Pl.R.461b, Tht.179a. Adv. -μως X.Mem.4.4.1, Pl.Grg.470a, Chrm. 163c: Sup. -ώτατα X.Eq.6.1.

Greek (Liddell-Scott)

ὠφέλιμος: -ον, σπανίως η, ον, Πλάτ. Χαρμ. 174D, Πολ. 607D· - ὁ φέρων ὄφελος, βοηθητικός, ὠφελείας πρόξενος, ἐπωφελὴς, χρήσιμος, ὠφέλιμος, ἐνίοτε ἐπὶ προσώπων, ὡς ἐν Πλάτ. Μένων 98C, Πολ. 461Α, Ξεν. Ἀπομν. 2. 7, 9· ἀλλὰ συνηθέστερον ἐπὶ πραγμάτων, Θουκ. 2. 46, Πλάτ., κλπ.· εἴς τινα, Εὐρ. Ἴων 138, Θουκ. 4. 44., 7. 64, κλπ.· ἔνθ’ ἀνωτ.· ὑπέρ τινος Ξεν. Κύρ. 6. 2, 34· κρίνειν τι ὠφ. Θουκ. 1. 22· - τὸ ὠφέλιμον ὡς οὐσιαστ., Πλάτ. Πολ. 457D· τὸ ὑμῖν ὠφ. Θουκ. 1. 76. -Συγκρ. καὶ ὑπερθ. -ώτερος, - ώτατος, Θουκ. 1. 93, Πλάτ. Πολ. 461Α. Θεαίτ. 179Α. - Ἐπίρρ., -μως, Ξενοφ. Ἀπομν. 4. 4, 1, Πλάτ.· ὑπερθ. -ώτατα, Ξεν. Ἱππ. 6. 1.

French (Bailly abrégé)

ος ou η, ον :
1 secourable;
2 utile, avantageux, profitable ; τὸ ὠφέλιμον, l’utile, l’avantage;
Cp. ὠφελιμώτερος, Sp. ὠφελιμώτατος.
Étymologie: ὠφελέω.

English (Strong)

from a form of ὄφελος; helpful or serviceable, i.e. advantageous: profit(-able).

Greek Monolingual

-η, -ο / ὠφέλιμος, -ον, ΝΜΑ, θηλ. σπαν. και -ίμη, ΜΑ
1.αυτός που ωφελεί, επωφελής, χρήσιμος (α. «η άθληση είναι ωφέλιμη για το σώμα» β. «τὸ καλὸν ἔργον ἀγαθόν τε καὶ ὠφέλιμον», Πλάτ.)
2. το ουδ. ως ουσ. το ωφέλιμο- ωφέλεια, χρησιμότητα (α. «τί το ωφέλιμο βλέπεις σε αυτήν την ενέργεια;» β. «τὰς πόλεις ἐπὶ τὸ ὑμῑν ὠφέλιμον καταστησάμενος», Θουκ.)
νεοελλ.
φρ. α) «ωφέλιμο βάρος» — το βάρος που μπορεί να μεταφέρει ένα όχημα, αφού αφαιρεθεί το απόβαρό του
β) «το τερπνόν μετά του ωφελίμου» — βλ. τερπνός.
επίρρ...
ωφελίμως / ὠφελίμως ΝΜΑ, και ωφέλιμα Ν
κατά τρόπο ωφέλιμο, επωφελώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠφελῶ + κατάλ. -ιμος (πρβλ. φρόν-ιμος)].

Greek Monotonic

ὠφέλιμος: -ον και -η, ον, βοηθητικός, χρήσιμος, ωφέλιμος, επικερδής, πλεονεκτικός, προνομιούχος, λέγεται για ανθρώπους και πράγματα, σε Θουκ. Πλάτ. κ.λπ.· τινι, σε κάποιον, σε Ευρ. κ.λπ.· ἔς τι, προς κάτι, για κάποιον σκοπό, σε Θουκ.· πρόςτι, σε Πλάτ.· τὸ ὠφέλιμον, ως ουσ., στον ίδ· επίρρ., -μως, σε Ξεν.· υπερθ. -ώτατα, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ὠφέλῐμος: и 3 оказывающий помощь, приносящий пользу, полезный (τινι Thuc., Xen., Plat. и εἴς τινα Thuc.): ὠ. εἴς τι Thuc., Xen., πρός τι Plat. и ὑπέρ τινος Xen. полезный для чего-л.

Middle Liddell


helping, useful, serviceable, profitable, advantageous, beneficial, of persons and things, Thuc., Plat., etc.; τινι to on Eur., etc.; ἔς τι for a purpose, Thuc.; πρός τι Plat.; —τὸ ὠφ. as Subst., Plat.:—adv. -μως, Xen.; Sup. -ώτατα, Xen.