προσωποληπτέω
Θεοὶ μὲν γὰρ μελλόντων, ἄνθρωποι δὲ γιγνομένων, σοφοὶ δὲ προσιόντων αἰσθάνονται → Because gods perceive future things, men what is happening now, but wise men perceive approaching things
English (LSJ)
(v.
A πρόσωπον 1.1) to be a respecter of persons, Ep.Jac.2.9.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
avoir égard aux personnes.
Étymologie: προσωπολήπτης.
English (Strong)
from προσωπολήπτης; to favor an individual, i.e. show partiality: have respect to persons.
English (Thayer)
(L T Tr WH προσωπολημπτέω (see Mu)), προσωπολήπτω; a Hellenistic verb (derived from the following word (cf. Winer s 33,101 (96))), to respect the person (i. e. the external condition of a man), to have respect of persons: James 2:9.
Greek Monotonic
προσωποληπτέω: μεροληπτώ, κάνω διακρίσεις, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
προσωποληπτέω: лицеприятствовать, быть пристрастным NT.
Middle Liddell
to be a respecter of persons, NTest.
Chinese
原文音譯:proswpolhptšw 普羅士-哦坡-累普帖哦詞類次數:動詞(1)
原文字根:向著-意圖-得 相當於: (נָשָׂא)
字義溯源:偏心待人,徇私,按外貌待人,以貌待人;源自(προσωπολήμπτης / προσωπολήπτης)=以貌取人);由(πρόσωπον)=面前)與(λαμβάνω)*=拿,取)組成,其中 (πρόσωπον)又由(πρός)=向著)與(ὠφέλιμος)X=容貌)組成,而 (πρός)出自(πρό)*=前), (ὠφέλιμος)X出自(ὀπτάνομαι)*=注視)
出現次數:總共(1);雅(1)
譯字彙編:
1) 你們⋯以貌待人(1) 雅2:9