ἀλαβαστοθήκη

From LSJ
Revision as of 13:20, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

ὤμοι, πέπληγμαι καιρίαν πληγὴν ἔσω → Alas! I am struck deep with a mortal blow! | Ah me! I am struck—a right-aimed stroke within me (Aeschylus, Agamemnon 1343)

Source

German (Pape)

[Seite 88] ἡ, Dem. 19, 237, = ἀλαβαστροθήκη.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλᾰβαστοθήκη: ἡ, θήκη διὰ κοσμήματα ἐξ ἀλαβάστρου, Δημ. 415. 5· καθόλου, μικρὸν κιβώτιονκίστη, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 463· ἴδε ἀλάβαστρος.

French (Bailly abrégé)

c. ἀλαβαστροθήκη.

Greek Monolingual

ἀλαβαστοθήκη, η (Α)
1. σκεύος για τη φύλαξη αλαβάστρινων κοσμημάτων
2. μικρό κουτί, κουτάκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (ἀλάβαστος + θήκη.

Greek Monotonic

ἀλᾰβαστοθήκη: ἡ, θήκη για κοσμήματα από αλάβαστρο, σε Δημ.

Middle Liddell

ἀλάβαστος, θήκη
a case for alabaster ornaments, Dem.