ἀρχίδιον

From LSJ
Revision as of 06:23, 5 June 2020 by Spiros (talk | contribs)

οὐδὲν γάρ ἐστι κεκαλυμμένον ὃ οὐκ ἀποκαλυφθήσεται → there is nothing hidden that will not be revealed, there is nothing concealed that will not be revealed, there is nothing covered that shall not be revealed, there is nothing covered that won't be uncovered

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρχίδιον Medium diacritics: ἀρχίδιον Low diacritics: αρχίδιον Capitals: ΑΡΧΙΔΙΟΝ
Transliteration A: archídion Transliteration B: archidion Transliteration C: archidion Beta Code: a)rxi/dion

English (LSJ)

τό, Dim. of

   A ἀρχή 11.3, petty office, Ar.Av.1111; ὑπηρετεῖν τοῖς ἀρχιδίοις = serve the petty magistrates, D.18.261.    II Dim. of ἀρχή 1, ἐξ ἀρχιδίου = from its small beginning (?) dub. in Philol.21 (ἐξ ἀρχᾶς ἀιδίω Rose).

German (Pape)

[Seite 366] τό, dim. von ἀρχή, Aemtchen. Ar. Av. 1111; niederer Beamter, Dem. 18, 261.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρχίδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ ἀρχὴ (ΙΙ. 3), μικρόν, ἀνάξιον λόγου ὑπούργημα. Ἀριστοφ. Ὄρν. 1107· ὑπογραμματεύων καὶ ὑπηρετῶν ἀρχιδίοις Δημ. 314. 7. ΙΙ. ὑποκορ. τοῦ ἀρχὴ Ι, Φιλόλ. Στοβ. Ἐκλογ. 1. 420, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 5235. - ἐξ ἀρχιδίων = ἀπ’ ἀρχῆς, ἀνέκαθεν, Ἐπιγραφ. Δήλου (μέσα τοῦ Β΄ αἰῶνος π.Χ.) BCH. III. 292, στ. 3.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
charge subalterne.
Étymologie: dim. de ἀρχή.

Spanish (DGE)

-ου, τό
1 principio ἐξ ἀρχιδίου Philol.B 21.
2 irón. carguito κἂν λαχόντες ἀ. εἶθ' ἁρπάσαι βούλησθέ τι Ar.Au.1111, personif. ὑπηρετεῖν τοῖς ἀρχιδίοις D.18.261.

Greek Monolingual

ἀρχίδιον, το (Α) αρχή
μικρό, ανάξιο λόγου δημόσιο λειτούργημα.

Greek Monotonic

ἀρχίδιον: τό, υποκορ. του ἀρχή (II 3), μικρή αρχή, εξουσία, αξίωμα, κατώτερος αξιωματικός (στον βαθμό), σε Αριστοφ., Δημ.

Russian (Dvoretsky)

ἀρχίδιον: τό
1) незначительная должность Arph.;
2) мелкий чиновник Dem.

Middle Liddell

[Dim. of ἀρχή II.3]
a petty office, petty officer, Ar., Dem.