ὀδάξω

From LSJ
Revision as of 04:20, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

νὺξ βροτοῖσιν οὔτε κῆρες οὔτε πλοῦτος, ἀλλ' ἄφαρ βέβακε, τῷ δ' ἐπέρχεται χαίρειν τε καὶ στέρεσθαι → starry night abides not with men, nor tribulation, nor wealth; in a moment it is gone from us, and another hath his turn of gladness, and of bereavement | Starry night does not remain constant with men, nor does tribulation, nor wealth; in a moment it is gone from us, and to another in his turn come both gladness and bereavement

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀδάξω Medium diacritics: ὀδάξω Low diacritics: οδάξω Capitals: ΟΔΑΞΩ
Transliteration A: odáxō Transliteration B: odaxō Transliteration C: odakso Beta Code: o)da/cw

English (LSJ)

impf.

   A ὤδαξον X.Smp.4.28:—more freq. in Med. ὀδάξομαι, Hp.Gland. 12,Mul.2.171 (ἀδάξεται codd.), Dsc.Alex.2, Aret.SD2.5 :—Pass., pf. part., μοιχὸς . . καρδίαν ὠδαγμένος S.Fr.1127 : plpf. ὠδάγμην Hsch.: —also ὀδαξάω, Thphr.Sign.30 :—Med. ὀδαξάομαι, Hp.Mul.1.90, D.S.3.29, Ph.2.332, Dsc.2.124, Ael.NA7.35 (ὀδαξέομαι v.l. in Ph. and Dsc. Il.cc.):—Act., feel pain or irritation, τὸν δεξιὸν [πόδα] Thphr. l.c. ; τὸν ὦμον X.l.c.:—Med., scratch oneself, D.S.l.c., cj. in Thphr. Char.19.4 (ἀδαξ-).    II ὀδάξει· τοῖς ὀδοῦσι δάκνει, Hsch.; cause irritation, AB340, Suid., Phot. (where ἀδαξῆσαι); ἀδαξῶντα irritants, Hp.Mul.1.18 codd. opt. : fut. ὀδαξήσεται ib.2.154 : pres. ὀδάξεται is an irritant, ib.160 ; ὀδάξονται μυκτῆρας Id.Gland.13 : c. acc., ὠδάξατο σάρκα nibbled at it, AP9.86 (Antiphil.).

German (Pape)

[Seite 291] u. ὀδάξομαι, Hippocr. u. sonst, gew. ὀδαξάω, ion. ὀδαξέω, u. alle diese Formen auch ion. mit α, ἀδάξω, ἀδαξέω, beißen, stechen, ein Jucken verursachen, u. pass. ein Stechen, Jucken empfinden, u. dah. auch sich kratzen, reiben, Hippocr. u. Folgde; ὥςπερ ὑπὸ θηρίου τινὸς δεδηγμένος τόν τε ὦμον πλεῖον ἢ πέντε ἡμέρας ὤδαξον (v. l. ὠδάξουν), Xen. Conv. 4, 28; ὀδαξᾶσθαι, D. Sic. 3, 29 (v. l. ὀδάξασθαι); Ael. H. A. 7, 35; ὠδάξατο, Antiphan. 22 (IX, 86); auch übertr., καρδίαν ὠδαγμένος Soph. frg. 708, Sp., wie Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ὀδάξω: παρατ. ὤδαξον, (ὀδὰξ) αἰσθάνομαι δῆξιν, δηκτικὸν πόνον, ἐρεθισμόν, Ξεν. Συμπ. 4, 28· συνηθέστερον ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, ὀδάξομαι, Ἱππ. 272. 41 καὶ 51., 663. 21 (ἔνθα ἀδάξεται), Διοσκ. περὶ Δηλητ. Φαρμ. 2, Ἀρετ. περὶ Αἰτ. Χρονικ. Παθ. 2. 5· οὕτως ἐν τῷ παθ. πρκμ., καρδίαν ὠδαγμένος, ἐν στίχῳ ἀποδιδομένῳ εἰς τὸν Σοφ. (Ἀποσπ. 708)· ὑπερσ. ὠδάγμην, «ἐκνησάμην» Ἡσύχ.· οὕτω καὶ ὀδαξάομαι Ἱππ. 633. 26, Διόδ. 3. 29, Αἰλ. π. Ζ. 7. 35· -έομαι Διοσκ. 2. 150. ΙΙ. = δάκνω, δαγκάνω, Ἡσύχ. - Κατὰ τὰ Α. Β. 340, 28 «ἀδαξῆσαι: τὸ κνῆσαι, οὐκ ἐν τῷ õ ὀδαξῆσαι. καὶ ἀδαχεῖν τὸ κνήθειν» Σουΐδ. ἐν λέξει ἀδαξῆσαι, Φώτ. ἐν λέξ. ἀδαξῆσαι: οὕτως ἐν τῷ μέσ., Ἱππ. 598. 49 (ἔνθα ὁ Littré (8. 58) ἀναγινώσκει ἀδαξῶντα), 660. 28· μετ’ αἰτ., ὠδάξατο σάρκα, ἔδακειν, Ἀνθ. Ρ. 9. 86.

French (Bailly abrégé)

seul. impf. ὤδαξον;
Pass. f. ὀδάξομαι, part. pf. ὠδαγμένος;
souffrir d’une morsure, de démangeaison.
Étymologie: ὀδάξ.

Greek Monolingual

ὀδάξω και ὀδαξῶ και ἀδαξῶ, -άω (Α)
1. δαγκώνω
2. (συν. το μέσ.) ὀδάξομαι και ὀδαξῶμαι, -άομαι και ὀδαξοῡμαι, -έομαι
προκαλώ κνησμό ή πόνο με δάγκωμα ή τσίμπημα
3. αισθάνομαι φαγούρα ή πόνο που οφείλεται, κυρίως σε δάγκωμα
4. προκαλώ αμυχές στο δέρμα μου, γρατσουνί-ζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. οδάξ].

Greek Monotonic

ὀδάξω: παρατ. ὤδαξον (ὀδάξ), αισθάνομαι δάγκωμα, έντονο πόνο, αισθάνομαι ερεθισμό, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ὀδάξω: (act. только inf. ὤδαξον; pass.: fut. ὀδάξομαι, part. ὠδαγμένος)
1) кусать (σάρκα Anth.; καρδίαν ὠδαγμένος Soph.);
2) быть укушенным, чувствовать боль от укуса: τὸν ὦμον ὤδαξον Xen. у меня плечо зудело от укуса.

Middle Liddell

ὀδάξω, [ὀδαξ]
to feel a biting, stinging pain, feel irritation, Xen.