καινοπρέπεια
From LSJ
νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this
English (LSJ)
ἡ,
A novelty, τοῦ σχήματος Eust.93.31.
German (Pape)
[Seite 1294] ἡ, das Aussehen von etwas Neuem, ἡ κ. τοῦ σχήματος, neue Gestaltung, Eust.
Greek (Liddell-Scott)
καινοπρέπεια: ἡ, τὸ καινοπρεπὲς πράγματός τινος, Εὐστ. 93. 31.
Greek Monolingual
καινοπρέπεια, ἡ (Μ) καινοπρεπής
το ασυνήθιστο, το πρωτότυπο ενός πράγματος.