μέθεξις

From LSJ
Revision as of 11:45, 26 February 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " . ." to "…")

τὰν ἐπὶ τᾶς → Either with this or on this | Come back victorious or dead

Plutarch, Moralia, 241
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μέθεξις Medium diacritics: μέθεξις Low diacritics: μέθεξις Capitals: ΜΕΘΕΞΙΣ
Transliteration A: méthexis Transliteration B: methexis Transliteration C: metheksis Beta Code: me/qecis

English (LSJ)

εως, ἡ, (μετέχω)

   A participation, οὐσίας μετὰ χρόνου participation of being in time, Pl.Prm.151e; χρόνου in time, ib.141d; αἱ μ. τῶν ἀρχῶν Arist.Pol.1278a23.    II in Platonic philosophy, participation in the ideas, ἡ μ. τοῖς ἄλλοις… τῶν εἰδῶν Pl.Prm.132d, cf. Arist.Metaph.987b10; ταὐτοῦ in the same, Pl.Sph.256b.    III in Logic, κατὰ μέθεξιν as being contained or comprehended, as genus or difference in species, Arist.Top.132b35.

German (Pape)

[Seite 111] ἡ, das Theilnehmen, die Theilnahme, Plat. Parm. 132 d Soph. 256 a u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μέθεξις: ἡ, (μετέχω) μετοχή, τὸ μετέχειν, ταὐτοῦ, ἐκ τοῦ αὐτοῦ, Πλάτ. Σοφιστ. 256Α· μ. οὐσίας ὁ αὐτ. ἐν Παρμ. 151D· χρόνου αὐτόθι 141D· καὶ ἴδε μεθεκτικός· αἱ μ. τῶν ἀρχῶν Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 5, 6. ΙΙ. ἐν τῇ Πλατωνικῇ φιλοσοφίᾳ, συμμέθεξις, κοινωνία, ἡ μέθ. τοῖς ἄλλοις... τῶν εἰδῶν Πλάτ. Παρμ. 132D, πρβλ. Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 6, 3, καὶ ἴδε μεθεκτός, μεθεκτικός, μετέχω ΙΙ. ΙΙΙ. ἐν τῇ Λογικῇ, κατὰ μέθεξιν ὑπάρχειν, δηλ. ὡς γένος ἢ ὡς διαφορὰ ὑπάρχειν, Ἀριστ. Τοπ. 5. 4, 7 κἑξ.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
participation.
Étymologie: μετέχω.

Greek Monotonic

μέθεξις: ἡ (μετέχω), συμμετοχή, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

μέθεξις: εως ἡ участие, (со)причастность (οὐσίας, χρόνου Plat.): αἱ μεθέξεις τῶν ἀρχῶν Arst. занятие государственных должностей.

Middle Liddell

μέθεξις, ιος, ἡ, μετέχω
participation, Plat.