μύδος

From LSJ
Revision as of 10:25, 20 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "mdlsjtxt=!" to "mdlsjtxt=")

Θέλων καλῶς ζῆν μὴ τὰ τῶν φαύλων φρόνει → Victurus bene, ne mentem pravorum geras → Wenn gut du leben willst, zeig nicht der Schlechten Sinn

Menander, Monostichoi, 232
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μύδος Medium diacritics: μύδος Low diacritics: μύδος Capitals: ΜΥΔΟΣ
Transliteration A: mýdos Transliteration B: mydos Transliteration C: mydos Beta Code: mu/dos

English (LSJ)

(B), ον, (μύω)

   A = μυνδός, Hsch.
μύδος [ῠ] (A), ὁ,

   A damp: clamminess, decay, Nic.Al.248. (Cf. Lett. mudēt 'become mouldy', Engl. smut.)

German (Pape)

[Seite 213] ον, stumm, sprachlos, Hesych., vgl. μυνδός, μυττός, mutus. ὁ, Nässe, Feuchtigkeit, und daraus entstehende Fäulniß, Moder, σηπόμενον δὲ μύδῳ ἐκρήγνυται ἔρφος, Nic. Al. 248.

Greek (Liddell-Scott)

μύδος: [ῠ], ὁ, ὑγρασία καὶ ἡ ἐξ αὐτῆς προερχομένη σῆψις, Νικ. Ἀλεξιφ. 248. (Ἐντεῦθεν: μυδάω, μυδών, μυδαίνω, μυδαλέος· πρβλ. Σανσκρ. mid, mêd-yâmi (viscidus fio), mêd-as (adeps)· Γοτθ. bi-smeit-an (ἐπιχρίειν)· Ἀρχ. Γερμανικ. smîz-an (illinere), Γερμ. schmütz-en· ὥστελέξις ἀπέβαλε τὸ ἀρκτικὸν σ).

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
moisissure.
Étymologie: DELG irl. muad « brouillard », néerl. mot « pluie fine ».

Greek Monolingual

(I)
μύδος, -ον (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ἄφωνος».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με το ρ. μύω «κλείνω» (πρβλ. και λ. μυκός, μυνδός)].
(II)
μύδος, ὁ (Α)
η υγρασία και η σήψη που οφείλεται σε αυτήν.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. από το ρ. μυδῶ «είμαι μούσκεμα»].

Greek Monotonic

μύδος: [ῠ], ὁ, υγρασία, γλίτσα, σήψη.

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: ἄφωνος H. (Lattes comment is not clear to me.)
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Cf. μυκός. I see no connection between the two. The first connection seems with μυνδός, which points to a Pre-Greek word (with prenasalisation). Connection with Arm. mownǰ dumb seems obvious, but the conclusion is not clear (Clackson, Relationship 45: *mundi̯o- somewhat dubious; it could well be a substratum word). Pok. 751 does not help.

Middle Liddell

μύ˘δος, ὁ,
damp, clamminess, decay.