σκληρία

From LSJ
Revision as of 06:28, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκληρία Medium diacritics: σκληρία Low diacritics: σκληρία Capitals: ΣΚΛΗΡΙΑ
Transliteration A: sklēría Transliteration B: sklēria Transliteration C: skliria Beta Code: sklhri/a

English (LSJ)

ἡ,= σκληρότης,

   A hardness, Plu.2.376c codd.; opp. μαλακία σώματος, Phld.Mus.p.30K.    2 an induration, Dsc. 2.72, Herod.Med. ap. Orib.5.27.3, Aret.SD1.13, etc.

German (Pape)

[Seite 900] ἡ, = dem gew. σκληρότης, Härte; Plut. Is. et Os. 62; LXX.; Clem. Al.

Greek (Liddell-Scott)

σκληρία: ἡ, = σκληρότης, Πλούτ. 2. 376Β, Κλήμ. Ἀλ. 488. 2) σκλήρωμα, σκίρωμα, Διοσκ. 2. 81, Ἀρεταῖ, κλπ. ΙΙ. μεταφορ., = σκληροκαρδία, Εὐσ. Εὐαγγ. Ἀποδ. 24Β.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
dureté.
Étymologie: σκληρός.

Greek Monolingual

η, ΝΑ σκληρός
1. η ιδιότητα του σκληρού, η σκληρότητα
2. ιατρ. κάθε σκλήρυνση ιστού ή οργάνου η οποία γίνεται αντιληπτή με ψηλάφιση, σκλήρωμα
αρχ.
1. (ιδίως για το σώμα) σκληράδα, ανθεκτικότητα, δύναμη
2. μτφ. α) αναλγησία, απονιά
β) ισχυρογνωμοσύνη.

Russian (Dvoretsky)

σκληρία: ἡ досл. жесткость, твердость, перен. суровость (ἡ τυφώνιος σ. Plut.).