φυσητήριον
κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.
English (LSJ)
Dor. φυσᾱτ-, τό,
A wind-instrument, pipe, Ar.Lys.1242 (pl.); gloss on φυσαλλίδες, Hsch. II = spiramentum, Gloss. III a furnace with bellows, opp. αὐτοματάρειον, Olymp.Alch.p.91 B.
German (Pape)
[Seite 1317] τό, 1) Blasebalg, Fächer, um Feuer anzufachen. – 2) Blasinstrument, s. φυσατήριον. – 3) Luftloch, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
φῡσητήριον: Δωρ. φῡσᾱτ-, τό, ὄργανον μουσικὸν πνευστόν, αὐλός, Ἀριστοφ. Λυσ. 1242. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «φυσαλλίδες, φυσητήρια, αὐλοί».
Greek Monolingual
και δωρ. τ. φυσατήριον, τὸ, Α
1. πνευστό μουσικό όργανο
2. φυσαλλίδα
3. αναπνοή
4. κλίβανος, φούρνος με φυσερό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φυσῶ + κατάλ. -τήριον].
Russian (Dvoretsky)
φῡσητήριον: дор. φῡσᾱτήριον τό сопелка, дудка Arph.