ἀντανακοπή

From LSJ
Revision as of 16:32, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

ποταμῷ γὰρ οὐκ ἔστιν ἐμβῆναι δὶς τῷ αὐτῷ → it is impossible to step twice in the same river, you cannot step twice into the same rivers

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντανακοπή Medium diacritics: ἀντανακοπή Low diacritics: αντανακοπή Capitals: ΑΝΤΑΝΑΚΟΠΗ
Transliteration A: antanakopḗ Transliteration B: antanakopē Transliteration C: antanakopi Beta Code: a)ntanakoph/

English (LSJ)

ἡ,

   A recoil, κυμάτων Arist.Mu.396a19.

German (Pape)

[Seite 244] , gegenseitiges Zurückschlagen, Zurück prallen, von Wellen, Arist. mund. 4, 31.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντανακοπή: ἡ, ἡ πρὸς τὰ ὀπίσω ἀνακοπή, ὑποστροφή, κυμάτων Ἀριστ. π. Κόσμ. 4. 33.

Spanish (DGE)

-ῆς, ἡ retroceso κυμάτων Arist.Mu.396a19.

Greek Monolingual

η (Α ἀντανακοπή)
νεοελλ.
η ανακοπή την οποία ασκεί κάποιος εναντίον μιας δικαστικής απόφασης και της ανακοπής που έχει γίνει εναντίον της
αρχ.
(για κύματα) η αναδίπλωση.

Russian (Dvoretsky)

ἀντανακοπή: ἡ отражение, отскакивание (κυμάτων Arst.).