ἐπίτευγμα

From LSJ
Revision as of 17:55, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "''' ατος τό<b class="num">1)" to "''' ατος τό<br /><b class="num">1)")

ἄμμες δὲ γ' ἐσσόμεσθα πολλῷ κάρρονες → and we shall be better by far | we shall be sometime mightier men by far than both | sometime we shall become much better than you | so we shall be, and braver far

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίτευγμα Medium diacritics: ἐπίτευγμα Low diacritics: επίτευγμα Capitals: ΕΠΙΤΕΥΓΜΑ
Transliteration A: epíteugma Transliteration B: epiteugma Transliteration C: epitevgma Beta Code: e)pi/teugma

English (LSJ)

ατος, τό, (ἐπιτυγχάνω)

   A a hit, opp. ἀπότευγμα, Phld.Rh. 1.67S., al. ; success, D.S.1.27 ; 'coup', Cic.Att.13.27.1 : pl., ποιητῶν ἀγαθῶν ἐ. D.S.15.6 ; τὰ περὶ ποιητικὴν ἐ. D.L.8.57 ; τὰ ἀπὸ τύχης ἐ. J.BJ3.5.6 ; of successful medical diagnoses, Harp.Astr.inCat.Cod. Astr.8(3).137.10.    2 natural advantage, τὸ τῆς χώρας ἐ. Agatharch. 89 ; τὰ τῶν τόπων ἐ. D.S.33.28d.3.

German (Pape)

[Seite 991] τό, das Erreichte, was geglückt ist, das Glück, Ggstz ἐλάττωμα, D. Sic. 16, 105 u. öfter; τὰ περὶ τὴν ποιητικὴν ἐπιτεύγματα D. L. 8, 57. – Das Verfertigte, χειρόκμητον, Dius Stob. fl. 65, 17 (v. l. ἐπιτήδευμα); ποιητῶν D. Sic. 15, 6.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίτευγμα: τό, (ἐπιτεύχω), ἐξεύρημα, τέχνασμαἐπιτυχία, Διόδ. 1. 27· τοῖς περὶ τὴν ποιητικὴν ἐπιτεύγμασι Διογ. Λ. 8. 57. ΙΙ. ποιητῶν ἀγαθῶν ἐπιτεύγματα, προϊόντα, Διόδ. 15. 6· τὰ τῶν τόπων ἐπιτεύγματα ὁ αὐτ. ἐν Ἐκλογ. 630. 73.

Greek Monolingual

το (AM ἐπίτευγμα) επιτυγχάνω
επιτυχία, αίσια έκβαση («τοῖς περὶ ποιητικὴν ἐπιτεύγμασι χρώμενος», Διογ. Λαέρ.)
αρχ.
1. (για τόπο) φυσικό πλεονέκτημα
2. ιατρ. επιτυχής διάγνωση
3. δημιούργημα, προϊόν.

Russian (Dvoretsky)

ἐπίτευγμα: ατος τό
1) удача, успех, счастье Diod.;
2) счастливая выдумка, удачный прием (ἐπιτεύγμασί τισι χρῆσθαι Arst. ap. Diog. L.);
3) создание, творение (ποιητῶν ἀγαθῶν Diod.).