ὑπένδυμα

From LSJ
Revision as of 02:05, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

Kατεσκευάσθη τὸ ἱερὸν τοῦτο ποτήριον ... ἐν ἔτει ,αω'α' → Τhis holy cup was made ... in the year 1801

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπένδῠμα Medium diacritics: ὑπένδυμα Low diacritics: υπένδυμα Capitals: ΥΠΕΝΔΥΜΑ
Transliteration A: hypéndyma Transliteration B: hypendyma Transliteration C: ypendyma Beta Code: u(pe/nduma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A undergarment, AP6.201 (Marc. Arg.), 292 (Hedyl.).

German (Pape)

[Seite 1187] τό, das Unterkleid; χιτῶνος M. Arg. 20 (VI, 201); Hedyl. 2 (App. 28).

Greek (Liddell-Scott)

ὑπένδῠμα: τό, ἐσωτερικὸν ἔνδυμα, Ἀνθ. Παλατ. 6. 201.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
vêtement de dessous.
Étymologie: ὑπενδύομαι.

Greek Monolingual

-ύματος, τὸ, Α ὑπενδύω
εσωτερικό ένδυμα.

Greek Monotonic

ὑπένδῠμα: -ατος, τό, εσωτερικό ρούχο, ένδυμα, εσώρουχο, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ὑπένδυμα: ατος τό нижняя одежда, белье (λεπτὸν ὑ. χιτῶνος Anth.).

Middle Liddell

ὑπ-ένδῠμα, ατος, τό,
an undergarment, Anth. [from ὑπενδύομαι