βιαιομάχος
From LSJ
ὤμοι, πέπληγμαι καιρίαν πληγὴν ἔσω → Alas! I am struck deep with a mortal blow! | Ah me! I am struck—a right-aimed stroke within me (Aeschylus, Agamemnon 1343)
English (LSJ)
(cod. Pal. -μάχας) ᾰ], ὁ,
A fighting violently, AP6.129 (Leon.).
German (Pape)
[Seite 444] mit Gewalt streitend, Leon. Al. 28 (VI, 129).
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [-ᾰ-]
luchador violento, AP 6.129 (Leon.).
Greek Monolingual
βιαιομάχος, ο (Α)
αυτός που μάχεται βίαια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βίαιος + -μαχος < μάχομαι.
Russian (Dvoretsky)
βιαιομάχος: ὁ v. l. = βιαιομάχας.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βιαιομάχος -ου, ὁ βίαιος, μάχη die hevig strijdt.