δακρυοπετής
From LSJ
Οὐ λύσῃς, ὦ ξένε, τόν ἐν τῆ οἰκία φίλον; (Ου λύσης, ω ξένε, τον εν τη οικία φίλον) → Won't you release the friend?
English (LSJ)
ές,
A making tears fall, πάθεα A.Supp.113 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 519] ές, Thränen fallen machend, erregend, Aesch. Suppl. 112.
Greek (Liddell-Scott)
δακρυοπετής: -ές, ὁ κάμνων ὥστε νὰ πίπτωσι δάκρυα, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 112.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui fait couler litt. tomber des larmes.
Étymologie: δάκρυον, πίπτω.
Spanish (DGE)
-ές
que hace caer lágrimas, que hace llorar πάθεα A.Supp.113.
Greek Monolingual
δακρυοπετής, -ές (Α)
αυτός που προκαλεί δάκρυα, που κάνει τα δάκρυα να πέφτουν απ' τα μάτια («πάθεα... βαρέα δακρυοπετῆ», Αισχ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < δάκρυ(ον) + -πετής < πίπτω.
Russian (Dvoretsky)
δᾰκρυοπετής: исторгающий слезы (πάθεα Aesch.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δακρυοπετής -ες [δάκρυ, πίπτω] die tranen laat storten.