συνεπιχειρέω

From LSJ
Revision as of 01:36, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεπιχειρέω Medium diacritics: συνεπιχειρέω Low diacritics: συνεπιχειρέω Capitals: ΣΥΝΕΠΙΧΕΙΡΕΩ
Transliteration A: synepicheiréō Transliteration B: synepicheireō Transliteration C: synepicheireo Beta Code: sunepixeire/w

English (LSJ)

   A make an attempt together upon, πανταχόθεν ἅμα τοῖς πολεμίοις Plb.3.84.1.

Greek (Liddell-Scott)

συνεπιχειρέω: ἐπιχειρῶ ὁμοῦ, ἐπιτίθεμαι ὁμοῦ, συνεπεχείρει πανταχόθεν ἅμα τοῖς πολεμίοις Πολύβ. 3. 84. 1.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
attaquer ensemble ou en même temps.
Étymologie: σύν, ἐπιχειρέω.

Greek Monotonic

συνεπιχειρέω: μέλ. -ήσω, επιτίθεμαι, επιδίδομαι σε πολεμική επιχείρηση από κοινού, σε Πολύβ.

Russian (Dvoretsky)

συνεπιχειρέω: вместе или сразу нападать (τοῖς πολεμίοις Polyb.).

Middle Liddell

to attack together, Polyb.