μετώνυμος

From LSJ
Revision as of 06:48, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)

ὤμοι, πέπληγμαι καιρίαν πληγὴν ἔσω → Alas! I am struck deep with a mortal blow! | Ah me! I am struck—a right-aimed stroke within me (Aeschylus, Agamemnon 1343)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετώνῠμος Medium diacritics: μετώνυμος Low diacritics: μετώνυμος Capitals: ΜΕΤΩΝΥΜΟΣ
Transliteration A: metṓnymos Transliteration B: metōnymos Transliteration C: metonymos Beta Code: metw/numos

English (LSJ)

ον,

   A connected with a change of name, cj. in Democr.26.

Greek Monolingual

μετώνυμος, -ον (Α)
αυτός που έχει σχέση με αλλαγή ονόματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + -ώνυμος (< ὄνυμα, αιολ. τ. του ὄνομα), πρβλ. παρ-ώνυμος. Το -ω- του τ. οφείλεται στη λειτουργία του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»].