Ἑλλησποντίας
τούτων γάρ ὄνομα μόνον κοινόν, ὁ δέ κατά τοὔνομα λόγος τῆς οὐσίας ἕτερος → though they have a common name, the definition corresponding with the name differs for each (Aristotle, Categoriae 1a3-4)
English (LSJ)
Ion. Ἑλλησποντίης (sc. ἄνεμος), ου, ὁ,
A wind blowing from the Hellespont, i.e. from the NE., Hdt.7.188;= καικίας, Arist.Mete.364b19, cf.Pr.946b33, Thphr. Vent.62.
Greek (Liddell-Scott)
Ἑλλησποντίᾱς: Ἰων. -ίης (ἐνν. ἄνεμος), ἄνεμος πνέων ἐκ τοῦ Ἑλλησπόντου, δηλ. βορειοανατολικός, Ἡρόδ. 7. 188· ταὐτόσημος τῷ καικίᾳ, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 6, 20· πρβλ. ὡσαύτως Ἀριστ. Προβλ. 26. 56, Θεόφρ. π. Ἀνέμ. 62.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
s.e. ἄνεμος;
vent qui souffle de l’Hellespont, càd du NE.
Étymologie: Ἑλλήσποντος.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ
• Alolema(s): -ίης Hdt.7.188
viento del Helesponto procedente del noreste, que trae frío, Arist.Pr.946b33, Ps.Eudox.Ars 21.7, otro n. del Ἀπηλιώτης en el Proconeso y en diversos lugares al sur del Helesponto, Hdt.l.c., Arist.Vent.973a22, en Sicilia, identif. c. el viento Καικίας Arist.Mete.364b19, pero dif. de él, Thphr.Vent.62.
Greek Monotonic
Ἑλλησποντίᾱς: Ιων. -ίης (ενν. ἄνεμος), άνεμος που πνέει, που φυσά από τον Ελλήσποντο, δηλ. από Βορειο-Ανατολικά, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
Ἑλλησποντίας: ион. Ἑλλησποντίης, ου ὁ (sc. ἄνεμος) ветер с Геллеспонта (северо-восточный) Arst.
Middle Liddell
[sc. ἄνεμος
a wind blowing from the Hellespont, i. e. from the N. E., Hdt. [from Ἑλλήσποντος