συνθνῄσκω

From LSJ
Revision as of 20:12, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνθνῄσκω Medium diacritics: συνθνῄσκω Low diacritics: συνθνήσκω Capitals: ΣΥΝΘΝΗΣΚΩ
Transliteration A: synthnḗiskō Transliteration B: synthnēskō Transliteration C: synthnisko Beta Code: sunqnh/|skw

English (LSJ)

fut.

   A -θᾰνοῦμαι A.Ag.1139, Ch.979:—die with or together, A. ll.cc., S.Tr.720, etc.: c. dat., θανόντι συνθανεῖν ib.798, Fr.953.    2 of things, συνθνῄσκουσα δὲ σποδός expiring with (the flames), A.Ag. 819; οὐ γὰρ ηὑσέβεια (cj. for ἡ γὰρ εὐσέβεια) σ. βροτοῖς S.Ph.1443; ἡ ποίησις οὐχὶ συντέθνηκέ μοι Ar.Ra.868; cf. συναποθνῄσκω.

French (Bailly abrégé)

mourir ensemble ou avec, τινι ; en parl. de choses : cendre enflammée qui s’éteint avec la flamme ; piété qui meurt avec les hommes, càd les accompagne jusque dans la mort, etc.
Étymologie: σύν, θνῄσκω.

Greek Monolingual

και αττ. τ. ξυνθνῄσκω Α θνῄσκω
1. πεθαίνω μαζί ή ταυτόχρονα με κάποιον άλλο
2. μτφ. (για πράγμ.) τελειώνω, σβήνω μαζί με κάτι άλλο.

Greek Monotonic

συνθνῄσκω: μέλ. -θᾰνοῦμαι, πεθαίνω επίσης ή μαζί με κάποιον, σε Αισχύλ., Σοφ. κ.λπ.· με δοτ., θανόντι συνθανεῖν, σε Σοφ.· λέγεται για πράγματα, συνθνῄσκουσα σποδός, αυτή που εκπνέει μαζί με τις φλόγες της νεκρικής πυράς, σε Αισχύλ.· ἡ γὰρ εὐσέβεια συνθνῄσκει βροτοῖς, τους συνοδεύει ακόμη και στον θάνατό τους, σε Σοφ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-θνῄσκω samen (met...) sterven, met dat.: οὐ... εὐσέβεια συνθνῄσκει βροτοῖς vroomheid sterft niet samen met de mensen Soph. Ph. 1443.

Russian (Dvoretsky)

συνθνῄσκω:
1) умирать вместе (τινί Arph., Luc.): ἡ εὐσέβεια συνθνῄσκει βροτοῖς Soph. благочестие умирает вместе с людьми, т. е. сопровождает их до самой могилы;
2) дотлевать, угасать (συνθνῄσκουσα σποδός Aesch.).