τροχίσκος
ἐβόα καὶ βαρβαρικῶς καὶ Ἑλληνικῶς → shouted out both in Persian and Greek, shouted out in the barbarian tongue and in Greek
English (LSJ)
(parox.), ὁ, Dim. of τροχός,
A small wheel or circle, Arist. Mech.848a25, Apollod.Poliorc.155.9. 2 troche or trochisk, of honey, Arist.Mir.831b27; of soap, medicine, etc., Thphr.HP9.9.3, Antyll. ap. Orib.10.24.1, Sor.2.41, Gal.12.276. 3 ear-ring, LXXEz.16.12. 4 a metal ball, let fall to mark time, Lyd.Mag.2.16.
Greek (Liddell-Scott)
τροχίσκος: ὁ, ὑποκορ. τοῦ τροχός, μικρὸς τροχὸς ἢ κύκλος. κυκλίσκος, Ἀριστ. Μηχαν. ἐν τῷ προοιμ. 11, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 9, 1. 2) σφαιρίδιον, σφαιρίδιον σάπωνος, καταπότιον, Γαλην. ΙΙ. 87Β. 3) ἐνώτιον, Ἑβδ. (Ἰεζεκ. Ιϛʹ, 12). 4) σφαῖρα μεταλλίνη πίπτουσα εἰς δήλωσιν χρόνου, Ἰω. Λυδ. περὶ Ἀρχῶν 2. 16.
Spanish
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ
υποκορ. μικρός τροχός, μικρή ρόδα
νεοελλ.
δισκίο στο οποίο η φαρμακευτική ουσία έχει αναμιχθεί με ζάχαρη, κν. παστίλια
αρχ.
1. μικρή σφαίρα από σαπούνι ή από μέλι
2. καταπότιο
3. σκουλαρίκι
4. μεταλλική σφαίρα που έπεφτε πάνω σε μεταλλική πλάκα και μετρούσε την ώρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τροχός + κατάλ. -ίσκος (πρβλ. οβελ-ίσκος)].
Russian (Dvoretsky)
τροχίσκος: ὁ колесико, кружок Arst.