πληθώρα

From LSJ
Revision as of 22:45, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid

Menander, Monostichoi, 304-305
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πληθώρα Medium diacritics: πληθώρα Low diacritics: πληθώρα Capitals: ΠΛΗΘΩΡΑ
Transliteration A: plēthṓra Transliteration B: plēthōra Transliteration C: plithora Beta Code: plhqw/ra

English (LSJ)

Ion. πληθώρ-η, ἡ,

   A fullness, π. ἀγορῆς, = ἀγορὰ πλήθουσα, Hdt. 2.173, 7.223.    II fullness, satiety, Hp.Acut.37; εὐπρηξίης Hdt.7.49: pl., Iamb.Protr.21.κβ.    III Medic., repletion of blood or humours, fullness of habit, plethora, Gal.10.891, Alex.Aphr.Pr.2.10.

Greek Monolingual

η,ΝΜΑ
μεγάλο πλήθος, αφθονία (α. «πληθώρα επιχειρημάτων» β. «πληθώρα αδικημάτων»)
νεοελλ.
ιατρ. νοσηρή κατάσταση που χαρακτηρίζεται από αύξηση του όγκου του αίματος πάνω από τα φυσιολογικά όρια και προέρχεται από αύξηση της μάζας του πλάσματος ή από αύξηση τών ερυθρών αιμοσφαιρίων
αρχ.
1. ιατρ. αύξηση του αίματος ή τών χυμών σε ολόκληρο το σώμα ή σε ένα μέλος του
2. κορεσμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στο θ. πλη- του πίμ-πλη-μι με μόρφημα -θ- (βλ. λ. πλήθω) και εμφανίζει το επίθημα,-ωρᾶ / -ωρη τών τ. ἀλε-ωρή, ἐλπ-ωρή, θαλπ-ωρή (με διαφορά στον τονισμό), το οποίο πιθ. προέρχεται από το επίθημα -ωλός / -ωλή, με ανομοιωτική τροπή του -λ- σε -ρ-].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πληθώρα -ης, ἡ, Ion. πληθώρη [πλήθω] volheid:; ἐς ἀγορῆς... πληθώρην tot de tijd dat de markt volloopt Hdt. 7.223.1; verzadiging; overdr.. εὐπρηξίης γὰρ οὐκ ἔστι ἀνθρώποισι οὐδεμία πληθώρη want van succes bestaat voor de mens geen enkele verzadiging Hdt. 7.49.4.