προκατάκειμαι

From LSJ
Revision as of 00:20, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

Κέρδος πονηρὸν μηδέποτε βούλου λαβεῖν → Ex non honesto lucra sectari cave → Hab nie den Wunsch, unredlichen Gewinn zu ziehn

Menander, Monostichoi, 288
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προκατάκειμαι Medium diacritics: προκατάκειμαι Low diacritics: προκατάκειμαι Capitals: ΠΡΟΚΑΤΑΚΕΙΜΑΙ
Transliteration A: prokatákeimai Transliteration B: prokatakeimai Transliteration C: prokatakeimai Beta Code: prokata/keimai

English (LSJ)

   A lie down before, at meals, Luc. Merc.Cond.26,Hld.4.16.

German (Pape)

[Seite 728] (s. κεῖμαι), sich davor od. vorher niederlegen, Luc. de merc. cond. 26, bei Tisch einen höheren Platz einnehmen, s. προκατακλίνω.

Greek (Liddell-Scott)

προκατάκειμαι: Παθ., κατάκειμαι, εἶμαι ἀνακεκλιμένος πρὸ ἄλλου τινός, ὡς π.χ. ἐν δείπνῳ, Λουκ. π. τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 26, Ἡλιόδ. 4. 16.

French (Bailly abrégé)

être couché (à table) à la première place ou sur un lit plus élevé que les autres.
Étymologie: πρό, κατάκειμαι.
Par. προκατακλίνω.

Greek Monolingual

Α
είμαι ξαπλωμένος μπροστά από κάποιον άλλο, όπως σε δείπνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + κατάκειμαι «είμαι ξαπλωμένος»].

Greek Monotonic

προκατάκειμαι: Παθ., ξαπλώνω μπροστά από κάτι, σε Λουκ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-κατάκειμαι op een hogere plaats aanliggen.

Russian (Dvoretsky)

προκατάκειμαι: возлежать выше или впереди (кого-л.) (за столом) Luc.

Middle Liddell

Pass. to lie down before, Luc.