προσαμφιέννυμι

From LSJ
Revision as of 00:25, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσαμφιέννῡμι Medium diacritics: προσαμφιέννυμι Low diacritics: προσαμφιέννυμι Capitals: ΠΡΟΣΑΜΦΙΕΝΝΥΜΙ
Transliteration A: prosamphiénnymi Transliteration B: prosamphiennymi Transliteration C: prosamfiennymi Beta Code: prosamfie/nnumi

English (LSJ)

Att. fut. -αμφιῶ,

   A put on over, τινά τι Ar.Eq.891.

German (Pape)

[Seite 748] (s. ἕννυμι), noch dazu od. darüber anziehen, τινά τι, Ar. Equ. 888.

Greek (Liddell-Scott)

προσαμφιέννῡμι: μέλλ. Ἀττικ. -αμφιῶ, ἀμφιέννυμι ἐπὶ πλέον, τινά τι Ἀριστοφ. Ἱππ. 891. ― Κατὰ Σουΐδ.: «προσαμφιῶ, πρὸς οἷς ἔχει ἐνδύσω».

French (Bailly abrégé)

faire revêtir, τινά τι qch à qqn.
Étymologie: πρός, ἀμφιέννυμι.

Greek Monolingual

Α
ντύνω κάποιον επιπροσθέτως («ἐγὼ γὰρ αὐτὸν προσαμφιῶ τοδί», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἀμφιέννυμι «περιβάλλω κάποιον με κάτι, ντύνω»].

Greek Monotonic

προσαμφιέννῡμι: Αττ. μέλ. -αμφιῶ, ντύνω επιπλέον, τί τινα, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

προσαμφιέννῡμι: (fut. προσαμφιῶ) надевать (τινά τι Arph.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-αμφιέννυμι laten aantrekken (van kleding):. αὐτὸν προσαμφιῶ τοδί ik zal hem dit ook laten aantrekken Aristoph. Eq. 891.

Middle Liddell

attic fut. -αμφιῶ
to put on over, τί τινα Ar.