φιλέλλην

From LSJ
Revision as of 02:20, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

φελένη καὶ φάναξ καὶ φοῖκος καὶ φαήρ → Ἑλένη καὶ ἄναξ καὶ οἶκος καὶ ἀήρ | Helen, lord, house, and air

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φιλέλλην Medium diacritics: φιλέλλην Low diacritics: φιλέλλην Capitals: ΦΙΛΕΛΛΗΝ
Transliteration A: philéllēn Transliteration B: philellēn Transliteration C: filellin Beta Code: file/llhn

English (LSJ)

ηνος, ὁ, ἡ,

   A fond of the Hellenes, mostly of foreign princes, as Amasis, Hdt.2.178, cf. Plu.Ant.23; of Parthian kings, BMus.Cat.Coins, Parthia p.14, etc.; φ. Ἀρσάκης PAvrom.1A2 (i B. C.); also of Nero, SIG814.41 (Acraephiae, i A. D.); also of Hellenic tyrants, as Jason of Pherae, Isoc. 5.122: generally of Hellenic patriots, Pl.R.470e; of Hippocrates, Sor.Vit.Hippocr.8; καλὸν Ἕλληνα ὄντα φιλέλληνα εἶναι X.Ages.7.4; μᾶλλον φ. ib.2.31, Isoc.4.96; μάλιστα φ., of the subjects of Evagoras, Id.9.50; coupled with φιλοβασιλεύς, Com.Adesp. in Gött.Nachr.1922.31.

German (Pape)

[Seite 1275] ηνος, die Hellenen liebend, Hellenenfreund; Her. 2, 178; Plat. Rep. V, 470 e; Xen. Ages. 2, 30; Isocr. 4, 96 u. A.; auch ihre Sprache, Literatur liebend, Plut. u.a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλέλλην: ηνος, ὁ, ἡ, ὁ ἀγαπῶν τοὺς Ἕλληνας, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ ξένων ἡγεμόνων, οἷον τοῦ Ἀμάσιος, Ἡρόδ. 2. 178, πρβλ. Πλουτ. Ἀντών. 23· φέρεται συχνάκις ἐπὶ νομισμάτων τῶν Πάρθων βασιλέων, Eckhel. Num. 1. 3, σελ. 528 κἑξ., κλπ.· ― ὡσαύτως ὡς ἐπίθ. Ἑλλήνων τυράννων, οἷον Ἰάσονος τῶν Φερῶν, καὶ Εὐαγόρου τῆς Κύπρου, Ἰσοκρ. 107Α, 199Α· ― εἶτα καθόλου ἐπὶ παντὸς φιλοπάτριδος Ἕλληνος, Πλάτ. Πολ. 470Ε· καλὸν Ἕλληνα ὄντα φιλέλληνα εἶναι Ξεν. Ἀγησ. 7. 4· μᾶλλον φ. αὐτόθι 2. 31, Ἰσοκρ. 60D· μάλιστα φ. ὁ αὐτ. 199Α. Πρβλ. φιλαθήναιος. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 177.

French (Bailly abrégé)

ηνος (ὁ, ἡ)
ami des Grecs, de leur langue, de leur littérature.
Étymologie: φίλος, Ἕλλην.

Greek Monotonic

φῐλέλλην: -ηνος, ὁ, ἡ, αυτός που αγαπά τους Έλληνες, σε Ηρόδ., Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

φιλέλλην: ηνος adj. любящий Грецию, преданный Греции (ἄνδρες Isocr.; Καῖσαρ Plut.): καλὸν Ἓλληνα ὄντα φιλέλληνα εἶναι Xen. хорошо, если грек является греческим патриотом.

Middle Liddell

φῐλ-έλλην, ηνος, ὁ, ἡ,
fond of the Hellenes, Hdt., Plat.