ἀρχαιολογέω

From LSJ
Revision as of 12:33, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

ἀναρχία γάρ ἐστιν ἡ πλεισταρχία → the rule of the widest sway of opinion is the same as no rule at all (Gregory Nazianzenus, De vita sua 1744)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρχαιολογέω Medium diacritics: ἀρχαιολογέω Low diacritics: αρχαιολογέω Capitals: ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΕΩ
Transliteration A: archaiologéō Transliteration B: archaiologeō Transliteration C: archaiologeo Beta Code: a)rxaiologe/w

English (LSJ)

   A discuss antiquities or things out of date, Th.7.69; ἀ. τὰ Ἰουδαίων J.BJProoem. 6:—Pass., ἱστορία ἀρχαιολογουμένη a history treated in an antiquarian manner, D.H.1.74.    II use an old-fashioned style, Luc.Lex. 15.

German (Pape)

[Seite 364] 1) Alterthümer, alte Geschichte erzählen, Thuc. 7, 69 u. Sp. – 2) alterthümlich reden u. schreiben, Luc. Lexiph. 15.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρχαιολογέω: ὁμιλῶ περὶ πραγμάτων ἀπηρχαιωμένων καὶ ἑώλων, Θουκ. 7. 69· ἀρχ. τὰ Ἰουδαίων Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πολ. προοίμ. β: ― Παθ. ἱστορία ἀρχαιολογουμένη, ἐξεταζομένη ὑπὸ ἀρχαιολογικὴν ἔποψιν, Διον. Ἁλ. 1. 74, Ὠριγέν. ΙΙ. μεταχειρίζομαι ὕφος ἀρχαῖον, Λουκ. Λεξιφ. 15.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
ao. ἠρχαιολόγησα;
dire des vieilleries, des choses rebattues.
Étymologie: ἀρχαῖος, λέγω³.

Spanish (DGE)

1 en sent. posit. o neutr. narrar la historia antigua ἀρχαιολογεῖν ... τὰ Ἰουδαίων ... ἄκαιρον ᾠήθην εἶναι I.BI 1.17, cf. Sch.Hes.Th.35
narrar la historia a la manera antigua ἡ ἀρχαιολογουμένη ἱστορία D.H.1.74
estudiar la antigüedad διήγησις ἀρχαιολογούντων Ph.1.178
conservar la tradición ἀρχαιολογοῦντας ἔργα καὶ λόγους conservando hechos y palabras tradicionales Ph.2.2
τὰ ἀρχαιολογούμενα Antiquitates περὶ ... τῆς Ἰνδικῆς καὶ τῶν κατ' αὐτὴν ἀρχαιολογουμένων D.S.2.42.
2 en sent. peyor. decir cosas antiguas o superadas οὐ πρὸς τὸ δοκεῖν τινι ἀρχαιολογεῖν φυλαξάμενοι sin guardarse de parecer que decía tópicos Th.7.69
hablar arcaicamente Luc.Lex.15.

Greek Monotonic

ἀρχαιολογέω: μέλ. -ήσω, μιλώ ή ασχολούμαι με αρχαιότητες ή πράγματα ξεπερασμένα, παλιομοδίτικα, αρχαΐζω, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἀρχαιολογέω:
1) толковать о давно прошедших делах, т. е. говорить общеизвестные вещи Thuc.;
2) говорить старинным языком Luc.

Middle Liddell

[from ἀρχαιολόγος
to discuss antiquities or things out of date, Thuc.