ἀπόμαγμα
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
English (LSJ)
ατος, τό,
A anything used for wiping or cleaning, Hp.Medic.2. 2 dirt washed off, S.Fr.34. II impression of a seal, Thphr.CP6.19.5, Lap.67.
German (Pape)
[Seite 314] τό, 1) womit man etwas abwischt, Wischlappen, Hippocr.; die Reinigung, Soph. frg. 32; B. A. 431 erkl. ἀποκάθαρμα. – 2) δακτυλίων, Abdruckder Siegelringe, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόμαγμα: -ατος, τό, (ἀπομάσσω) πᾶν ὅ,τι μεταχειρίζεταί τις πρὸς σπογγισμὸν ἢ καθαρισμόν, Ἱππ. 19. 47. 2) ὡς τὸ κάθαρμα, ἡ ἀπορριπτομένη ἀκαθαρσία, Σοφ. Ἀποσπ. 32. ΙΙ. τὸ ἀποτύπωμα σφραγῖδος, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 6. 19, 5, ὁ αὐτ. περὶ Λίθων 67.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
1 compresa o apósito para limpiar heridas o úlceras τοῖς δὲ ἀπομάγμασι καθαροῖς καὶ μαλθακοῖς χρῆσθαι Hp.Medic.2.
2 líquido de desecho, basura, residuo στρατοῦ καθαρτὴς κἀπομαγμάτων ἴδρις S.Fr.34, τὸν Αἴσωπον τοιουτόμορφον ἀπόμαγμα Vit.Aesop.G 14, τοῖς ἀπομάγμασι τοῖς τῆς φύσεως τῆς θηλείας περιχρίοντες αὐτῶν τὰς ῥῖνας Gp.16.1.7, cf. Phot.α 2563.
3 impresión de un sello τὰ ἀπομάγματα τῶν δακτυλίων Thphr.CP 6.19.5, cf. Lap.67.
Greek Monolingual
ἀπόμαγμα, το (Α) απομάσσω
1. αυτό με το οποίο σφουγγίζεται κάποιος
2. απόρριμμα, ακαθαρσία
3. αποτύπωμα σφραγίδας.