ἁμῆ

From LSJ
Revision as of 15:20, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁμῆ Medium diacritics: ἁμῆ Low diacritics: αμή Capitals: ΑΜΗ
Transliteration A: hamē̂ Transliteration B: hamē Transliteration C: ami Beta Code: a(mh=

English (LSJ)

Adv., (properly ἁμῇ, dat. fem. of ἁμός

   A = τὶς) in a certain way, Hp. ap. Gal.19.78: elsewh. in the phrase ἁμῆ γέ πῃ somehow or other, Ar.Ach.608, Pl.Prt.331d, R.474c, etc.

Greek (Liddell-Scott)

ἁμῆ: ἐπίρρ. (κυρίως ἁμῇ, δοτ. θηλ. τοῦ ἁμός, = τίς), κατά τινα τρόπον· σχεδὸν δὲν εὑρίσκεται εἰμὴ ἐν τοῖς συνθέτοις ἁμηγέπη ἢ -πῃ, κτλ. κατά τινα τρόπον, κἄπως κτλ., = ὁπωσοῦν, Πλάτ. Πρωτ. 331D, Πολ. 474C, καὶ ἀλλ., πρβλ. Ruhnk Τίμ. ἐν λ. καὶ Ἐλμσλ. ἐν Ἀχ. 608, ἴδε καὶ ἐν λ. ἁμός, ἁμοῦ, ἁμῶς.

French (Bailly abrégé)

v. ἀμῇ.

Spanish (DGE)

adv.
I en cierto modo ἄμη (sic) κατά τινα τρόπον Hp. en Gal.19.77, cf. ἁμῶς.
II en comp. c. otras partículas, escrito en una o varias palabras
1 en cierto modo ἀμῆγε· ἀμῆγέπω Hsch., ἁμῇ γέ πῃ Pl.Prt.331d, R.474c, d, Plt.278d, Sph.259d, Clem.Al.Paed.3.5.31, ἀμηγέπη Plu.2.71f, Luc.Lex.10, Ael.NA 14.9, ἁμῃγέπῃ D.Chr.7.17, ἀμηγέπῃ παρ' Ἀττικοῖς Hdn.Gr.1.489, ἀμῃγέπῃ Plot.6.4.21, ἁμηγέπη, ἁμηγέποι Hsch., <ἀ>μηγέπου καὶ <ἀ>μηγέποι Phot.p.91R. (s.u. ἀμηγέπη), cf. Sud.; cf. formas semejantes ἀμόθεν, ἀμουγέπου, ἀμωσγέποι, ἀμωσγέπως, etc.
2 de todas formas, de un modo y otro μιοθοφορεῖν ἁμῃγέπῃ Ar.Ach.608.

Greek Monotonic

ἁμῆ: επίρρ. (αντί ἁμῇ, δοτ. θηλ. του ἁμός = τίς), με συγκεκριμένο τρόπο· ἁμῆ γέ πῃ, με κάποιον τρόπο ή άλλον (με τον ένα ή τον άλλο τρόπο), σε Πλάτ.

Middle Liddell


in a certain way: ἁμη-γέ-πη ἁμη-γέ-πηι or other, Plat.