συνανασκάπτω

From LSJ
Revision as of 01:30, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνανασκάπτω Medium diacritics: συνανασκάπτω Low diacritics: συνανασκάπτω Capitals: ΣΥΝΑΝΑΣΚΑΠΤΩ
Transliteration A: synanaskáptō Transliteration B: synanaskaptō Transliteration C: synanaskapto Beta Code: sunanaska/ptw

English (LSJ)

   A dig up besides, τοὺς τάφους Str.8.6.23.

German (Pape)

[Seite 1000] mit, auch aufgraben, Strab.

Greek (Liddell-Scott)

συνανασκάπτω: ἀνασκάπτω ὡσαύτως, προσέτι, τοὺς τάφους συνανασκάπτοντες Στράβ. 381.

French (Bailly abrégé)

saper et renverser ensemble.
Étymologie: σύν, ἀνασκάπτω.

Greek Monolingual

ΜΑ
μσν.
συμμετέχω στην υπονόμευση κάποιου
αρχ.
ανασκάπτω επίσης.

Greek Monotonic

συνανασκάπτω: μέλ. -ψω, σκάβω επίσης, σε Στράβ.

Middle Liddell

fut. ψω
to dig up besides, Strab.