χαλκέοπλος

From LSJ
Revision as of 14:48, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Ὅτι σοῦ ἐστιν ἡ βασιλεία καὶ ἡ δύναμις καὶ ἡ δόξα, τοῦ Πατρός καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν. → For thine is the kingdom, and the power, and the glory, of the Father, and of the Son, and of the Holy Spirit forever and ever. Amen.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χαλκέοπλος Medium diacritics: χαλκέοπλος Low diacritics: χαλκέοπλος Capitals: ΧΑΛΚΕΟΠΛΟΣ
Transliteration A: chalkéoplos Transliteration B: chalkeoplos Transliteration C: chalkeoplos Beta Code: xalke/oplos

English (LSJ)

ον,

   A with arms or armour of brass, Δαναοί E.Hel. 693 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1329] mit ehernen Waffen, Eur. Hel. 699.

Greek (Liddell-Scott)

χαλκέοπλος: -ον, ὁ ἔχων ὅπλα ἢ ὁπλισμὸν ἐκ χαλκοῦ, Εὐρ. Ἑλ. 693.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux armes d’airain, à l’armure d’airain.
Étymologie: χαλκός, ὅπλον.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει χάλκινα όπλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκε(ο)- (βλ. λ. χαλκο-) + -οπλος (< ὅπλον), πρβλ. εὔ-οπλος, ῥίψ-οπλος].

Greek Monotonic

χαλκέοπλος: -ον (ὅπλον), αυτός που έχει όπλα ή οπλισμό από χαλκό, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

χαλκέοπλος: вооруженный медью (Δαναοί Eur.).

Middle Liddell

χαλκέ-οπλος, ον, ὅπλον
with arms of brass, Eur.