ἀναγλυκαίνω
From LSJ
ἔργον δὲ καλὸν οὔτε θεῖον οὔτ ̓ ἀνθρώπειον χωρὶς ἐμοῦ γίγνεται → there is no fine work of man or god without me
English (LSJ)
A sweeten:—Pass., become sweet, Thphr.CP3.22.3.
German (Pape)
[Seite 183] versüßen, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναγλῠκαίνω: γλυκύνω: παθ., γίνομαι γλυκύς, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 3. 22, 3.
Greek Monolingual
1. κάνω κάτι (πάλι) γλυκό, γλυκαίνω, ξαναγλυκαίνω
2. μέσ. γίνομαι (πάλι) γλυκός, γλυκαίνομαι, ξαναγλυκαίνομαι
3. (για ζύμη) γίνομαι νερουλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα- + γλυκαίνω.