ἀστόχαστος
Λόγος διοικεῖ τὸν βροτῶν βίον μόνος → Mortalium res sola regit oratio → Der Menschen Leben ordnet Redekunst allein
English (LSJ)
ον,
A not aimed, D.H.14.10; not aimed at, not considered, πλήθους καὶ ποιότητος ἀστοχάστων Phld.D.3Fr.89. 2 hard to guess at, Thphr. ap. Stob.4.11.16. 3 Act., missing the mark, Phld.Rh.1.191S.
German (Pape)
[Seite 376] nicht gezielt, Dion. Hal. Epit. 14, 17.
Greek (Liddell-Scott)
ἀστόχαστος: -ον, μὴ σκοπευόμενος, ἀσκόπευτος, ἢ κατ’ ἄλλους, ἀπρόοπτος, ἀπροσδόκητος, τότε δ’ ἐκ τῶν πλαγίων ἀστοχάστους πληγὰς ἐπέφερον Διον. Ἁλ. Ἐπιστ. 14. 17. 2) περὶ οὖ χαλεπὸν εἶναι νὰ εἰκάσῃ τις, ἐπὶ τῆς ἡλικίας τῶν νέων, ἀστόχαστος γὰρ ἡ ἡλικία καὶ πολλὰς ἔχουσα μεταβολὰς Θεόφραστ. παρὰ Στοβ. 358. 18· προσέτι = ἄστοχος Φιλόδημ. περὶ Ρητορ. σ. 20. 21.
Spanish (DGE)
-ον
I 1no estimado o calculado ἀ. πληγή D.H.14.10, καὶ πλήθους καὶ ποιότητ[ος] ἀ[σ] τοχάστων Phld.D.3.fr.89.12.
2 no conjeturable χαλεπὸν καταμαντεύεσθαι περὶ τῶν νέων· ἀστόχαστος γὰρ ἡ ἡλικία καὶ πολλὰς ἔχουσα μεταβολάς Thphr. en Stob.4.11.16.
3 que no da con el blanco, que no acierta καὶ τούτους ἐν τοῖς πρακτοῖς καὶ τοῖς γεγραμμένοις ἀστοχάστους θεωροῦμεν Phld.Rh.1.191.
II adv. -ως sin objeto, sin finalidad, A.Andr.Fr.14.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀστόχαστος, -ον)
νεοελλ.
1. απερίσκεπτος, ασυλλόγιστος
2. απρόσεχτος, αδέξιος
3. αμέριμνος, ξένοιαστος
αρχ.
1. αυτός που δεν είναι σκόπιμος
2. ο απρόβλεπτος
3. όποιος δεν πετυχαίνει τον στόχο.