ἀφυβρίζω
Γλώσσης μάλιστα πανταχοῦ πειρῶ κρατεῖν → Linguae modum tenere praecipuum puta → Zumeist die Zunge such' zu zügeln überall | Zumeist bezäme deine Zunge überall
English (LSJ)
A work off youthful passion, sow one's wild oats, Men. 377. 2 of wine, to be done fermenting, Alex.45.4. II give a loose rein to passion, indulge freely, εἰς τρυφάς Plu.Demetr.19; ἀ. ἔς τινα vent upon... Agath.1.20, 4.19.
German (Pape)
[Seite 415] 1) aufbrausen, neben ἀποζέσας Alexis bei Ath. II, 36 d, von einem mit dem Wein verglichenen Jüngling, der zu brausen aufhört; vom Meere, aufhören, stürmisch zu sein, Synes. – 2) seinen Uebermuth od. Unwillen auslassen, εἰς τρυφὰς καὶ πότους Plut. Demetr. 19.
Greek (Liddell-Scott)
ἀφυβρίζω: μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ, ὑβρίζω εἰς κόρον, ὥστε ἀποκάμνω πλέον ἀπὸ τοῦ νὰ εἶμαι ὑβριστικός, ἀλάζων, Μένανδ. ἐν «Παλλάκῃ» 4· ἐπὶ οἴνου, δὲν βράζω πλέον, δὲν ὑφίσταμαι ζύμωσιν, Ἄλεξ. ἐν «Δημητρίῳ» 6. ΙΙ. ἀφίνω ἐμαυτὸν ἐλεύθερον εἰς ἡδυπαθείας, εἰς τρυφὰς Πλουτ. Δημήτρ. 19.
French (Bailly abrégé)
f. ἀφυβρίσω, att. ἀφυβριῶ, ao. ἀφύβρισα, pf. ἀφύβρικα;
se livrer sans retenue, s’abandonner sans mesure (aux plaisir, etc.) avec εἰς et l’acc..
Étymologie: ἀπό, ὑβρίζω.
Spanish (DGE)
I 1abs. darse al desenfreno, desmadrarse A.- νῦν πῖθι, νῦν ἀφύβρισον. B.- ἤν, ἀφύβρικα Men.Fr.319
•fig. del vino nuevo, comparado c. un hombre joven οἶνον τὸν νέον πολλή 'στ' ἀνάγκη καὶ τὸν ἄνδρ' ἀποζέσαι ... ἀφυβρίσαι τ' Alex.45.4, παροινεῖν ... καὶ ἀφυβρίζειν Agath.4.19.6.
2 c. ac. entregarse desmedidamente a los placeres ἀφύβριζεν εἰς ταῦτα Plu.Demetr.19, cf. Agath.1.20.11.
II remitir la furia, amainar δύο ... ἐπιμείναντες ἡμέρας, ἕως ἂν ἀφυβρίσῃ τὸ πέλαγος Synes.Ep.5 p.20.
Greek Monotonic
ἀφυβρίζω: μέλ. Αττ. -ιῶ, αφήνω τον εαυτό μου ελεύθερο στο πάθος, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἀφυβρίζω:
1) шутл. перебеситься, перебродить (ἀφύβρισον ἣν ἀφύβρικα Men.);
2) необузданно предаваться, излишествовать (εἰς τρυφὰς καὶ πότους Plut.).