ἐπιψεύδομαι

Revision as of 14:31, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

   A lie still more, X.Hier.2.16.    II attribute falsely, τι θεοῖσιν A.R.3.381, cf.Ph.2.319, Plu.Mar.16, Luc.Tox.42.    III falsify a number, Plu.Flam.9 ; ὄνομα call by a wrong name, Ph.2.398 ; feign, συμφοράν J.AJ18.6.8.    IV deceive, τινα Herod.6.46.

German (Pape)

[Seite 1006] dazu, dabei lügen, Xen. Hier. 2, 16; τί, Plut. Flamin. 9 u. a. Sp.; τινί τι, Einem Etwas andichten, Luc. Tox. 42; Ap. Rh. 3, 381.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιψεύδομαι: Ἀποθ., ψεύδομαι ἐπί τινι, Ξεν. Ἰέρων 2, 16, Λουκ. π. Εἰκ. 20. ΙΙ. ἀποδίδω ψεῦδος εἴς τινα, τί τινι ὁ αὐτ. ἐν Τοξ. 42. ΙΙΙ. παραμορφώνω, τὸν ἀριθμὸν τῶν ἀποθανόντων ἐπιψευσάμενος Πλουτ. Φλαμιν. 9.

French (Bailly abrégé)

1 mentir encore plus;
2 falsifier un nombre;
3 attribuer faussement : τί τινι qch à qqn.
Étymologie: ἐπί, ψεύδω.

Greek Monolingual

ἐπιψεύδομαι (Α)
1. λέω κι άλλα ψέματα
(«χαλεπὸν δὲ εὑρεῑν ὅπου οὐχὶ καὶ ἐπιψεύδονται», Ξεν.)
2. παραμορφώνω, διαστρεβλώνω («καὶ τὸν ἀριθμόν τῶν ἀποθανόντων ἐπιψευσάμενος», Πλούτ.)
3. πλάθω, επινοώ κάτι
4. εξαπατώ κάποιον
5. φρ. «ἐπιψεύδομαι τί τινι» αποδίδω κάτι ψεύτικα σε κάποιον.

Greek Monotonic

ἐπιψεύδομαι:I. αποθ., εξακολουθώ να ψεύδομαι, ψεύδομαι επιπλέον ή ασύστολα, σε Ξεν.
II. αποδίδω κάτι ανακριβές σε, τί τινι, σε Λουκ.
III. παραποιώ, νοθεύω έναν αριθμό, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιψεύδομαι:
1) привирать, приукрашивать ложью, преувеличивать Xen. (πολλά Plut.);
2) ложно приписывать (τί τινι Luc.);
3) искажать, фальсифицировать (τὸν ἀριθμὸν τῶν ἀποθανόντων Plut.).

Middle Liddell


Dep.
I. to lie still more, Xen.
II. to attribute falsehood to, τί τινι Luc.
III. to falsify a number, Plut.