νεβρώδης

From LSJ
Revision as of 15:35, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητοςwhere there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεβρώδης Medium diacritics: νεβρώδης Low diacritics: νεβρώδης Capitals: ΝΕΒΡΩΔΗΣ
Transliteration A: nebrṓdēs Transliteration B: nebrōdēs Transliteration C: nevrodis Beta Code: nebrw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A fawn-like, of Dionysus, AP9.524.14.

German (Pape)

[Seite 235] ες, von der Art od. Gestalt eines Hirschkalbes. Auch Bacchus heißt so, Hymn. in Bacch. (IX, 524, 14), ekwa der die Hirschkälber liebt.

Greek (Liddell-Scott)

νεβρώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς νεβρόν, ἐπὶ τοῦ Βάκχου, Ἀνθ. Π. 9. 524, 14.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
vêtu d’une peau de faon.
Étymologie: νεβρός, -ωδης.

Greek Monolingual

νεβρώδης, -ῶδες (Α) νεβρός
(επίθ. του Βάκχου) αυτός που μοιάζει με νεβρό, που φορεί δέρμα νεβρού.

Greek Monotonic

νεβρώδης: -ες (εἶδος), αυτός που έχει την όψη νεαρού ελαφιού· λέγεται για τον Βάκχο, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

νεβρώδης: подобный оленю, т. е. одетый в оленью шкуру (Βάκχος Anth.).

Middle Liddell

νεβρ-ώδης, ες εἶδος
fawn-like, of Bacchus, Anth.