ναυσίπομπος

From LSJ
Revision as of 14:30, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητοςwhere there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ναυσίπομπος Medium diacritics: ναυσίπομπος Low diacritics: ναυσίπομπος Capitals: ΝΑΥΣΙΠΟΜΠΟΣ
Transliteration A: nausípompos Transliteration B: nausipompos Transliteration C: nafsipompos Beta Code: nausi/pompos

English (LSJ)

ον,

   A ship-wafting, αὔρα E.Ph.1712 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 232] Schiffe geleitend, αὔρα, die Schiffe entsendender, günstiger Wind, Eur. Phoen. 1706.

Greek (Liddell-Scott)

ναυσίπομπος: [ῐ], -ον, ἐνεργ. ὁ πέμπων, κινῶν τὸ πλοῖον, αὔρα Εὐρ. Φοιν. 1712.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui pousse les vaisseaux.
Étymologie: ναῦς, πέμπω.

Greek Monolingual

ναυσίπομπος, -ον (Α)
(για τον άνεμο) αυτός που κινεί το πλοίο, δηλ. ο ούριος άνεμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δοτ. πληθ. ναυσί του ναῦς «πλοίο» + πομπός (< πέμπω)].

Greek Monotonic

ναυσίπομπος: [ῐ], -ον, Ενεργ., αυτός που κινεί το πλοίο, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ναυσίπομπος: (ῐ) движущий корабли или сопутствующий кораблям (αὔρα Eur.).

Middle Liddell

ναυσί-˘πομπος, ον
act. ship-wafting, Eur.