ἠνεκής

From LSJ
Revision as of 15:17, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἠνεκής Medium diacritics: ἠνεκής Low diacritics: ηνεκής Capitals: ΗΝΕΚΗΣ
Transliteration A: ēnekḗs Transliteration B: ēnekēs Transliteration C: inekis Beta Code: h)nekh/s

English (LSJ)

ές,

   A bearing onwards, i.e. far-stretching, ἠνεκέεσσι τρίβοις Nic.Al.592. Adv. -κέως continuously, without break, τὸ πάντων νόμιμον . . ἠ. τέταται Emp.135.2: neut. ἠνεκές as Adv., Arat.445, Call. Aet.1.2.8; of Time, ἠνεκὲς αἰέν Emp.17.35, cf. Nic.Al.517, etc. (Found in early Ep. only in compds., such as διηνεκής.)

German (Pape)

[Seite 1171] ές (ενεκω, ἐνεγκεῖν), weithin-, ausgedehnt, τρίβοι, Nic. Al. 605; – ἠνεκές, adv., lange, ib. 517 u. a. Sp.; – ἠνεκέως, Empedocl. bei Arist. rhet. 1, 13, ἠν. τέταται, lang hin u. ununterbrochen.

Greek (Liddell-Scott)

ἠνεκής: -ές, φέρων, ὁδηγῶν ἐμπρός, δηλ. ἐπὶ μακρὸν ἐκτεινόμενος, ἠνεκέεσι τρίβοις Νικ. Ἀλ. 605. -Ἐπίρρ. -κέως, ὡς τὸ διηνεκῶς, ζανεκέως, συνεχῶς, ἀδιακόπως, αὐτόθι 517, Ἐμπεδ. 439· οὕτως, ἠνεκὲς Ἄρατ. 445· καὶ ἐπὶ χρόνου, Καλλ. Ἀποσπ. 138, Νικ. Ἀλ. 517, κτλ. Ἀπαντᾷ παρὰ τοῖς παλαιοῖς συγγραφεῦσι μόνον ἐν τοῖς συνθέτοις διηνεκής, κεντρηνεκής, ἃ ἴδε.

Greek Monolingual

ἠνεκής, -ές (Α)
1. αυτός που φέρει, που οδηγεί μπροστά, που εκτείνεται μακριά
2. εκτεταμένος, πλατύς, μακρύς
3. (το ουδ. ως επίρρ.) ἠνεκές
χωρίς διακοπή, συνεχώς.
επίρρ...
ἠνεκέως (Α)
αδιάκοπα, συνεχώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. διηνεκής.

Frisk Etymological English

See also: s. διηνεκής.

Frisk Etymology German

ἠνεκής: {ēnekḗs}
See also: s. διηνεκής.
Page 1,637