ὀρειφοίτης

From LSJ
Revision as of 01:28, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

Ὥσπερ οἱ ἐρωτικοὶ ἀπὸ τῶν ἐν αἰσθήσει καλῶν ὁδῷ προϊόντες ἐπ' αὐτὴν καταντῶσι τὴν μίαν τῶν καλῶν πάντων καὶ νοητῶν ἀρχήν → Just as lovers systematically leave behind what is fair to sensation and attain the one true source of all that is fair and intelligible

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρειφοίτης Medium diacritics: ὀρειφοίτης Low diacritics: ορειφοίτης Capitals: ΟΡΕΙΦΟΙΤΗΣ
Transliteration A: oreiphoítēs Transliteration B: oreiphoitēs Transliteration C: oreifoitis Beta Code: o)reifoi/ths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A mountain-roaming, Phanocl.3 :—so ὀρείφοιτοι ποιμένες, ὀρείφοιτα θηρία, Babr.91.2,95.25 ; ὀρείφοιτοι Βάκχαι Corn.ND30.

German (Pape)

[Seite 372] ὁ, = Folgdm, Phanocl. bei Plut. Symp. 4, 5.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρειφοίτης: -ου, ὁ, ὁ εἰς τὰ ὄρη φοιτῶν, ὁ περιτρέχων τὰ ὄρη, ὀρειβάτης, Φανοκλ. 3· - οὕτως, ὀρείφοιτοι ποιμένες, ὀρείφοιτα θηρία Βάτρ. 91. 2., 95. 25: - Κατὰ τὸν Μέγαν Ἐτυμολ. (461, 21) τὸ ὄρος «ἀποβάλλει τὸ ς καὶ τρέπει τὸ ο εἰς ε καὶ προσλαμβάνει τὸ ἰῶτα: ὄρος, ὀροφοίτης, ὀρεφοίτης, καὶ ὀρειφοίτης».

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
qui parcourt les montagnes.
Étymologie: ὄρος, φοιτάω.

Greek Monolingual

ὀρειφοίτης και ὀροιφοίτης, ὁ (Α)
(κατά το λεξ. Σούδα) «ὁ ἐν ὄρει φοιτῶν», αυτός που συχνάζει στα όρη, που περιτρέχει τα όρη («ὀρειφοίτης Διόνυσος», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρει- / ὀροι- (βλ. λ. όρος [II]) + -φοίτης (< φοιτῶ «συχνάζω»), πρβλ. ουρανο-φοίτης.

Russian (Dvoretsky)

ὀρειφοίτης: странствующий по горам (эпитет Вакха) Plut.